Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

»Καμενα μυαλα

του Σπύρου Σεραφείμ Protagon.gr

Κάθε χρόνο, τα ίδια. Αποκαΐδια στα μπαλκόνια, ο καπνός σκεπάζει τον ήλιο, οι ανάσες δύσκολες. Κι αν έχεις λίγη τσίπα κι ανθρωπιά μέσα σου – δυσεύρετες λέξεις, πια – όταν βλέπεις φλόγες στα έκτακτα της οθόνης σου να καίνε δάσος και να «χορεύουν» μέσα σε οικισμούς, καίγοντας σπίτια ανθρώπων, η καρδιά σου σφίγγεται με τον ίδιο τρόπο, το μυαλό σου καίγεται. Φλέγεσαι κι εσύ απ’ την επιθυμία να πιάσεις στα.. χέρια σου έναν εμπρηστή, ξεχνώντας, για δευτερόλεπτα, ότι είσαι άνθρωπος.


Δεν έχω διατελέσει εμπρηστής, αλλά φαντάζομαι το πώς έδρασαν. Κατέβηκαν απ’ τα αυτοκίνητά τους, στο δρόμο μπορεί να έλεγαν πασέ ανέκδοτα και να γελούσαν, χωρίστηκαν, χάθηκαν στο δάσος, έβαλαν τις φωτιές. Έπειτα, γρήγορα και «παστρικά», χωρίς να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα και τους υποψιαστούν, γύρισαν σπίτια τους για να δουν τα έκτακτα δελτία στην τηλεόραση, παριστάνοντας τους άσχετους. «Τι λες, βρε παιδί μου, πάλι φωτιά;», μπορεί να ρωτάνε τον γείτονα, που έχει κάποιον συγγενή στο Καπανδρίτι κι απειλείται το σπίτι του.

Αυτοί που βάζουν αυτές τις φωτιές, εξωτερικά, είναι κανονικοί άνθρωποι, κάποιοι θα έχουν και οικογένειες, μπορεί να βλέπουν την εξέλιξη της φωτιάς όλοι μαζί, στο σαλόνι. Kάποιοι από δαύτους μπορεί και να μαλώνουν τα παιδιά τους για κάτι που «δεν είναι ηθικό».


Τέτοιες ώρες, θυμάμαι τα λόγια του Τερζόπουλου στο ΚΛΙΚ, ότι αυτού του τύπου οι εγκληματίες και τα καθάρματα, οι εμπρηστές, είναι - κατά τ’ άλλα - κανονικοί άνθρωποι. Ναι. Σαν εμάς. Πηγαίνουν στις δουλειές τους, παντρεύονται, κάνουν παιδιά. «Aπλώς», έχουν βάλει αυτού του τύπου το έγκλημα στο ρεπερτόριό τους.
Στη Σχολή, στο μάθημα της Εγκληματολογίας, μας έλεγαν ότι ο άνθρωπος που μπορεί να περάσει μια νοητή γραμμή λογικής και να φτάσει σε οποιοδήποτε έγκλημα, όπως και να λέγεται αυτό το έγκλημα, γίνεται «άλλος». Μεταμορφώνεται σ’ ένα ζώο δίχως λογική, που μπορεί να κάνει τα πάντα, χωρίς καμία συνείδηση των πράξεών του.

Πέρυσι, στις 22 Αυγούστου, είχε χρειαστεί να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας, εδώ στα βόρεια της Αττικής, δύο φορές σε μια μέρα. Και είναι πολύ σκληρό να ακούς από ένα μεγάφωνο της Πυροσβεστικής ότι πρέπει να φύγεις, ενώ στο βάθος βλέπεις τον ορίζοντα πορτοκαλί και κόκκινο από τις φλόγες, επειδή κάποιος συνάνθρωπός σου, για τον οποίο εσύ θα έπεφτες στις φλόγες για να τον σώσεις, έχει βάλει φωτιά για δικούς του λόγους, που αυτόματα γίνονται και δικοί σου. Αυτός ο άνθρωπος μένει στην ίδια πόλη με σένα, στην ίδια γειτονιά, στην ίδια Sin City που ζεις κι εσύ, αυτήν την ώρα αναπνέετε τον ίδιο αέρα που μυρίζει καμένο, τα μυαλά σας είναι το ίδιο καμένα. Αλλά για διαφορετικούς λόγους...


Σε λίγο θα πέσει το σκοτάδι, απόψε που η Αττική καίγεται – πάλι – εσύ θα έχεις την απορία «έλεος, τι έμεινε να καεί, πια;», ενώ εκείνος ξέρει. Σε λίγο θα έρθει το σκοτάδι και οι στέγες των σπιτιών θα είναι μαύρες, όπως και οι ψυχές όλων όσοι ζούμε στην Αθήνα, ιδίως. Οι δικές μας θα έχουν μαυρίσει με τα όσα βλέπουμε, οι δικές τους ψυχές, οι ψυχές των εμπρηστών, θα είναι μαύρες και μετά τη φωτιά...



Δεν υπάρχουν σχόλια: