του Δημήτρη Καμπουράκη http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=6400
Σε σέρνουν έξω απ' το μπουντρούμι και σε πετάνε μπροστά μου. Όλα γύρω μου είναι φτιαγμένα από σκούρα σκαλιστή πέτρα. Τα κτίρια, τα τόξα κάτω απ' τις κολώνες, οι ψηλές πολεμίστρες στις γωνιές του τείχους, η περίκλειστη αυλή, τα εσωτερικά μπαλκόνια γύρω της, η άνυδρη κρήνη στη μέση, το περιστήλιο με τις σιδερόφρακτες πόρτες στο... βάθος του. Ακόμα κι ένα μισόξερο αναρριχητικό που προσπαθεί να τανιστεί προς τα πάνω στη βάση μιας σκάλας, πέτρινο μοιάζει. Στρατιωτικά παραγγέλματα ακούγονται από τους ισόγειους κοιτώνες και οιμωγές βασανισμένων καταδίκων αναδύονται απ' τα έγκατα του κολαστηρίου. Εσύ μπροστά μου γονατιστή, αχνίζεις. Καις, βράζεις. Στους κατάμαυρους κύκλους γύρω απ' τα πανέμορφα μάτια σου καθρεφτίζεται ο θανατηφόρος πυρετός που κατατρώει όσους δοκίμασαν τη μούχλα και τον τρόμο μιας φυλακής πιο υπόγειας και σκοτεινής από την ίδια την κόλαση. Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, καθισμένοι σε ψηλούς θρόνους γύρω-γύρω παρατηρούν αμίλητοι, με βλέμμα σκοτεινό. Ολόχρυσοι σταυροί κρέμονται στα στήθη τους, σατανάδες προβάλλουν από τις πτυχές των ράσων τους.Τα μακριά υπέροχα μαλλιά σου είναι σκληρά, ανακατεμένα. Άλουστα σα ν' ανήκουν σε ζητιάνο, βρώμικα σαν πάτωμα σταύλου. Ανάμεσα στις μπούκλες που κάποτε εκλεκτά αρώματα και έλαια φρόντιζαν για την αυτοκρατορική τους λάμψη, τώρα γεννοβολάνε ψείρες και περιδιαβαίνουν σιχαμερά ζωύφια της υγρασίας. Οι φαντάροι πάνω σου βρωμάνε αρχαία στρατώνα, πετσί και βαρβατίλα, εσύ μυρίζεις σαν αδέσποτο ψωριάρικο σκυλί. Στους λεπτεπίλεπτους καρπούς σου και στους ερεθιστικούς αστραγάλους σου, κακοφορμισμένα σημάδια τρέχουν πύον. Είναι ολοστρόγγυλα, ζωγραφίζοντας με αίμα τα σημεία που είχαν κλειδωθεί οι σκουριασμένοι κρίκοι που σ' έδεναν στον σκληρό τοίχο. Βλέπω τον Καββαδία σε μια κουκέτα γκαζάδικου να γράφει: «Σημάδι μαύρο απόμεινε, κι ας έσπασε ο χαλκάς / στην αγορά του Αλιτζεριού, δεμένη να σε σύρω». Μα όχι, δεν γίνεται... ο Καββαδίας θα γεννηθεί πολύ αργότερα.Ξέρω καλά το σενάριο τώρα. Κατά παράβαση κάθε αποστολικής εντολής, εγώ το 'γραψα λέξη-λέξη, στα μέτρα της μανίας μου. Θα σε μαστιγώσουν ανελέητα μπροστά μου, μέχρι να χαθεί το δέρμα και το κρέας απ' την πλάτη και τους ώμους σου. Δεν θα ξαναμαυρίσουν αυτοί οι ώμοι απ' τους βιβλικούς ήλιους που τόσο σε χαλάρωναν. Θα περιμένουν 2000 χρόνια, για να ξαναβρούν τον ήλιο της Μυκόνου. Οι στρατιώτες θα καρφώσουν χασκογελώντας στο κεφάλι σου ένα στεφάνι από φρικτές κινέζινες βελόνες. Κι εσύ που έτρεμες τη λεπτότατη σύριγγα του οδοντογιατρού, θα νιώσεις τον αέρα να χάνεται και τον κόσμο να μαυρίζει γύρω σου. Έναν ψεύτικο χιτώνα Abercrombie & Fitch θα σού περάσουν στους πληγιασμένους ώμους, πάνω από το κουρελιασμένο εφαρμοστό φουστάνι σου που κάποτε έκανε τ' αρσενικά να γυρνούν στο πέρασμα σου. Θα σε αρπάξω βάναυσα και συγκρατώντας σε για να μη γλυστρίσεις πάνω στα ίδια σου τα αίματα θα σε δείξω στους ρασοφόρους, όπως ο κυνηγός δείχνει το παράλυτο από τον τρόμο κουνέλι στους πελάτες του. «Σταύρωσον!» θ' αποκριθούν εν' χορώ οι παπάδες, όχι τόσο γιατί είναι κακοί άνθρωποι, αλλά γιατί αυτό λέει το σενάριο μου. Θα σε δείξω στον όχλο δίπλα στον ληστή κι ο όχλος θα ουρλιάξει «Βαραβάν!». Ο Βαραβάς θα ισιώσει τη γραβάτα του, θα πάρει το laptop του και θα φύγει σαν κύριος για να γυρίσει πίσω στο τμήμα κίνησης κεφαλαίων της Goldman Sachs.Σε παραδίδω στους σφαγείς δείχνοντας μ' ένα νεύμα μου τον Γολγοθά στο βάθος. Σταυροί δεσπόζουν στην κορυφή του, δίπλα σε κεραίες τηλεοπτικών σταθμών και στρατιωτικούς ασυρμάτους. Ανθρωποφάγα όρνια χτυπούν τα φτερά τους στον ουρανό του, στη βάση του νταλίκες ξεφορτώνουν πλάκες από νοβοπάν, αλουμίνια και μακριές πρόκες. Μια Βορειοηπειρώτισσα υπηρέτρια φέρνει σέρνοντας βαριεστημένα τα πόδια της μια λεκάνη με νερό να νίψω τας χείρας μου. Πετώ τη λεκάνη πέρα με θόρυβο και χώνω τα ματωμένα δάκτυλα μου βαθιά μέσα στο στόμα μου. Το αίμα σου καίει τη γλώσσα μου. Μου ρίχνεις ένα τελευταίο ικετευτικό βλέμμα. Ξέρω πως πίσω απ' τα ξεραμένα χείλη σου λιμνάζουν τα λόγια της Κέτε Κόλβιτς: «Το να είσαι νεκρός πρέπει να είναι καλό, αλλά εγώ φοβάμαι πολύ να πεθάνω. Φοβάμαι ότι θα φοβηθώ τρομερά τη στιγμή του θανάτου». Δεν με νοιάζει τι λες. Δεν σε στέλνω στον θάνατο άλλωστε, αλλά σ' έναν θάνατο. Κλαίς καθώς σε τραβάνε μακριά. Θα ενδιαφερθώ πολύ αργότερα για το απελπισμένο κλάμα σου, μετά από εκατό γενιές ανθρώπων. Τα δάκρυα χαράζουν αυλάκια στη βρωμιά της φυλακής που έχει στερεοποιηθεί πάνω στο πρόσωπο σου. Στα ίδια ακριβώς αυλάκια θα ξανατρέξουν μετά από είκοσι αιώνες, ανάμεσα στις μπογιές της Mac & Laura Mercier που αγόρασες από τα Beautyworks της Κηφισιάς. Τότε θα βγάλω ένα μωβ μεταξωτό μαντήλι απ' την τσέπη μου (τι χρώμα θανάτου κι αυτό) και θα στα σκουπίσω. Μα τώρα είναι ανίκανα να με περισπάσουν.Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου και περιμένω. Δεν είμαι μπροστά, όμως ξέρω με ακρίβεια τι σου κάνουν και πως το κάνουν, κάθε στιγμή. Η σταύρωση είναι μια ολόκληρη επιστήμη. Την τελειοποίησαν οι Ρωμαίοι 70 χρόνια νωρίτερα, όταν σταύρωσαν 6000 δούλους κατά μήκος της Αππίας οδού, μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Σπάρτακου. Όπως είσαι ξαπλωμένη καρφώνουν τις παλάμες σου με πλατυκέφαλα καρφιά, τσακίζοντας το κρέας και τα κόκκαλα των χεριών. Για να μπορέσουν να καρφώσουν τα πόδια, σπάνε μ' ένα τσεκούρι τα κόκκαλα των ποδιών σου λίγο κάτω απ' τα γόνατα. Για να μην σχιστούν οι λεπτές παλάμες όταν σε υψώσουν και πέσεις απ' τον σταυρό, μπήγουν ένα πελώριο καρφί στο σώμα σου και στο ξύλο, ακριβώς στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Εκεί είναι το κέντρο βάρους του κορμιού και το κόκκαλο της λεκάνης είναι τόσο χοντρό, ώστε αν καρφωθεί γερά στον σταυρό δεν αφήνει το σώμα να καταρρεύσει. Καθώς σε σηκώνουν με άγαρμπες κινήσεις, τα ουρλιαχτά σου σκεπάζουν τους ορίζοντες. Κάτι ειρηνικά ξωτικά ενός παράλιου Μινωικού θεραπευτηρίου στη νότια Κρήτη, ανασηκώσουν το κεφάλι τους αλαφιασμένα. Κάποιος δικός τους υποφέρει κι ετοιμάζεται να πεθάνει.Η γυναίκα που είναι ξαπλωμένη δίπλα μου, προσπαθεί φιλότιμα. Δεν θυμάμαι πώς τη λένε. Όμως εγώ δεν μπορώ. Περιμένω να βγει η τελευταία σου πνοή για ν' ανοίξει το καταπέτασμα του Ναού πάνω μου, να με ρουφήξει στο βασίλειο του απόλυτου τρόμου. Στα δωμάτια του θα περιμένω με γουρλωμένα μάτια να έρθουν τα σκουλίκια που θα φάνε ζωντανό το κορμί μου, πριν με στείλουν στην κόλαση και την ιστορική απαξία. Έτσι έχω φτιάξει το σενάριο που ορίζει την ύπαρξη μου. Στις πρασιές της κόλασης, θα περιμένω πάλι (πιο υπομονετικά τώρα, ότι σιγά-σιγά θα ξεπληρώνω) είκοσι ολόκληρους αιώνες, μέχρι να δώσω στον εαυτό μου την άδεια να σε ξανασυναντήσει. Δεν θα ψάξω πολύ, ξέρω που θα σε βρω. Θα λικνίζεσαι περπατώντας αργά και μεγαλόπρεπα, ανάμεσα στα έργα μιας λαμπρής έκθεσης γλυπτών του Degas. Στέκομαι πίσω σου. Εσύ παρατηρείς μια μικρή μπρούτζινη μπαλαρίνα κι εγώ κοιτάζω εσένα. Το μαύρο εφαρμοστό σου φόρεμα περιγράφει το ίδιο παλιό θαυμαστό κορμί. Η αύρα σου με συγκλονίζει. Λίγα εκατοστά πάνω από τις ψηλοτάκουνες γόβες σου, κάτω από το βελουδένιο δέρμα σου, το σημάδι του χαλκά είναι εκεί.Δεν θα σε ξανα-σταυρώσω. Ούτε θα ξανα-καταραστώ τον εαυτό μου να σταυρώνει όσους αγαπά. Αυτή τη φορά, θα σε πάρω να φύγουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου