του Δημήτρη Καμπουράκη 29/12/2010
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.sex&id=65
Ο Ρούσσος το πήρε απόφαση να πάει με γυναίκα μια μέρα του Απρίλη, όταν ήταν μαθητής στη δευτέρα λυκείου. Οι περισσότεροι φίλοι του το είχαν αποτολμήσει –ή έτσι υποστήριζαν- κι ένοιωθε τελείως βλάκας όταν παραβρισκόταν σε τέτοιες συζητήσεις. Ήταν διακοπές του Πάσχα και όλο το πρωί που τριγύριζε μόνος στο σπίτι σχεδίαζε και ξανασχεδίαζε με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις του. Πρόβαρε εκατό φορές τα λόγια που θα έλεγε και ...έκανε στο μυαλό του διακόσιες αναπαραστάσεις τής ερωτικής πράξης που θα πρωτογνώριζε.
Κατά τις τέσσερις, έβαλε δυο κατοστάρικα στην τσέπη του, βγήκε από το σπίτι και αντί να πάει στο φροντιστήριο κατηφόρισε προς το λιμάνι. Πήρε την προβλήτα προς τα ενετικά νεώρια, έφθασε στην ανατολική πύλη του παλιού τείχους κι από κει χώθηκε στα στενά που ήταν οι πουτάνες. Οι μεγαλύτεροι δε έλεγαν ποτέ «πάμε στις πουτάνες». Έλεγαν «πάμε στις Χιόνες», αλλά ο Ρούσσος δεν καταλάβαινε αν ονόμαζαν έτσι την περιοχή ή τις ίδιες γυναίκες. Θα το διευκρίνιζε πολύ αργότερα, διαβάζοντας το περίφημο βιβλίο τού Ηλία Πετρόπουλου «Το Μπορντέλο». Στις σελίδες του υπήρχε μια μακροσκελέστατη αναφορά στις «Χιόνες» των Χανίων. Δεν ήταν και καμιά πελώρια περιοχή οι Χιόνες. Τρία τέσσερα στενάκια όλα κι όλα με χαμόσπιτα και άθλιες ταβέρνες, απ’ τις οποίες ακουγόντουσαν συνέχεια τραγούδια των τζουκ-μποξ. Οριζόταν ανατολικά από το κομμένο τείχος, δυτικά από ένα κάθετο αδιέξοδο σοκκάκι, νότια από μια σειρά καρβουναποθήκες και βόρεια από ένα σπίτι με μια πελώρια ταμπέλα κρεμασμένη στην κεντρική του είσοδο. Ήταν λευκή με φαρδύ κόκκινο πλαίσιο. Οι μεθυσμένοι ναύτες του ελληνικού ή του 6ου αμερικανικού στόλου που έσκυβαν πάνω της, διάβαζαν: «Προσοχή Οικογένεια – Be careful, family».
Ο Ρούσσος χώθηκε στο πρώτο στενό και είδε δυο γυναίκες να κάθονται σε κάτι παλιοκαρέκλες μπροστά στις ανοιχτές τους πόρτες. Τα φωτάκια από πάνω ήταν σβηστά. Κουβέντιαζαν. Αυτή που έβλεπε φάτσα μπροστά του ήταν μελαχρινή, η άλλη που είχε γυρισμένη την πλάτη ήταν κοκκινομάλλα. Ησυχία βασίλευε στο στενό εκείνη την ώρα. Κάποια ανθισμένη νερατζιά σκόρπιζε γύρω-γύρω το άρωμα της κι όλα έμοιαζαν καταλαγιασμένα, ίσως λίγο μελαγχολικά. Οι γκαραζιέρηδες, οι αγρότες, οι ψαράδες και οι νταβατζήδες πλάκωναν το βράδυ για να τσακωθούν και να πηδήξουν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε προς το μέρος τους. Βλέποντας τον να πλησιάζει, η μελαχρινή σηκώθηκε και μπήκε μέσα. Πρόλαβε να τη δει όρθια. Ήταν μια χοντροκόκαλη σαραντάρα με πυκνά φρύδια, άλουστα μαλλιά και κενό βλέμμα. Τα πόδια της κάτω απ’ τη φούστα είχαν πιο πολλά μούσκλια κι από πόδια ποδοσφαιριστή. Σκέφτηκε αμέσως ότι θα πήγαινε με την άλλη.
Μόλις όμως έφτασε πάνω από την κοκκινομάλλα και την είδε να στρέφεται προς το μέρος του, τον έπνιξε ένα κύμα απογοήτευσης. Δεν ήταν καλύτερη απ' την άλλη. Παρά τις προσπάθειες της για αξιοπρεπή αναστύλωση, η γυναίκα ήταν σχεδόν γριά. Τα κόκκινα μαλλιά, το ρουζ στα μάγουλα και το κραγιόν στα μαραμένα χείλη, δεν μπορούσαν να κρύψουν τα εξήντα –τουλάχιστον- χρόνια της. «Γαμώ το» σκέφτηκε, «δεν το ‘χα φανταστεί έτσι». Όμως αφού είχε καταφέρει να φθάσει ως εκεί, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει πίσω. Από το εσωτερικό της κάμαρας ερχόταν μια απαίσια μυρωδιά απολυμαντικού, που τον έκανε να αναγουλιάσει στιγμιαία. Το ξεπέρασε αμέσως. «Χαίρετε…» της είπε λαχανιασμένος από την αγωνία. «Μπορώ να… να… περάσω;»
Τον παρατήρησε από πάνω ως κάτω, χωρίς να του μιλήσει. Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα –ήταν ισχνή με μια ελαφρά κύρτωση- ανέβηκε στο πεζούλι της κάμαρας, αλλά αντί να χωθεί στο εσωτερικό για να την ακολουθήσει, στήθηκε εκεί και τον κοίταζε με ανασηκωμένο φρύδι. «Μαθητής;» τον ρώτησε. Ο Ρούσσος έγνεψε καταφατικά, αναθεματίζοντας την απρονοησία του να καταλήξει ως εκεί κάτω κρατώντας τα βιβλία του φροντιστηρίου. Αφού ήταν αναγκασμένος να φύγει μ’ αυτά απ’ το σπίτι για να τον δει η μάνα του, θα έπρεπε να τα κρύψει κάπου στη συνέχεια. Εδώ που τα λέμε, ήταν ξεφτίλα να πάει στις πουτάνες με βιβλία.
- «Πρώτη σου φορά;» τον ξαναρώτησε η γυναίκα, παρατηρώντας το ελαφρό τρέμουλο στα χέρια και στα γόνατα του. Ο Ρούσσος νόμισε ότι θα του ‘φευγε η ψυχή, αλλά κατάφερε να ψελλίζει ένα «μ…μάλιστα». Αμέσως μετά ένιωσε ανακούφιση. Το ‘χε πει κι είχε ξεμπλέξει. Σα να του φάνηκε ότι στα μαραμένα χείλη σχηματίστηκε ένα αδιόρατο χαμόγελο. Όχι κοροϊδευτικό. Συμπόνιας. Κι έπειτα άκουσε κάτι που τον άφησε κατάπληκτο, εμβρόντητο:
- «Δεν δουλεύω σήμερα αγόρι μου. Είναι Μεγάλη Τετάρτη. Έλα κάποια άλλη μέρα».
Κατάφερε να πει ένα «εντάξει, ευχαριστώ» και κίνησε να φύγει έχοντας τη μεγαλύτερη έκπληξη του κόσμου στο βλέμμα. Μεγάλη Τετάρτη; Είχαν και οι πουτάνες Μεγάλη Τετάρτη; Σα να γύρισε ο κόσμος ανάποδα. Μετά τον έπιασε μανία και άγχος μαζί. Δηλαδή, είχε νικήσει όλους τους ενδοιασμούς του, είχε φθάσει ως εκεί και δεν θα έμπαινε τελικά μέσα; Τόση ψυχολογική προετοιμασία, τόση προπόνηση θα πήγαιναν χαμένα; Πάλι θα ήταν ο μόνος παρθένος στην παρέα; Αν έφευγε δεν θα ξαναγύριζε, το ’ξερε. Πριν κάνει είκοσι βήματα είχε μετανιώσει για την άτακτη υποχώρηση του. Δε μπορεί όλες οι πουτάνες να ήταν τόσο πιστές σαν τη γιαγιά, τι διάολο; Θα πήγαινε με την άλλη κι ας μην του άρεσε. Σάματις η γριά ήταν καλύτερη; Έκανε απότομη μεταβολή και ξαναπλησίασε με θαρρετό βήμα. Η μαραμένη κοκκινομάλλα συνέχισε να στέκεται στο πεζούλι της πόρτας. Τον κοίταξε ερωτηματικά. «Η κυρία δίπλα εργάζεται;» ρώτησε ο Ρούσσος, νεύοντας προς την κάμαρα της μελαχρινής. Είχε προσπαθήσει να δώσει στη φωνή του έναν τόνο επιθετικότητας.
Η γιαγιά χαμογέλασε με συγκατάβαση. «Ναι, αυτή εργάζεται. Αφού όμως είναι η πρώτη σου φορά, μη μπεις εκεί μέσα. Είναι Αρβανίτισα και κακοπερασμένη. Μισούσε όλους τους άνδρες, πολύ πριν γεννηθείς εσύ. Δε δουλεύει, εκδικείται. Δε θα σού κάνει καλό, αγόρι μου, άκου με που σου λέω. Ξέρω εγώ.»
Ο Ρούσσος κοντοστάθηκε αναποφάσιστος. Οι σκέψεις ανακατώθηκαν όλες μαζί μέσα στο συφοριασμένο του μυαλό. Τι ήταν πάλι αυτό; Επίδειξη καλοσύνης ή συκοφαντία; Τι ήταν πιθανότερο για μια πουτάνα; Και τι κακό θα πάθαινε δηλαδή αν πήγαινε με την Αρβανίτισσα; Αν όμως πάθαινε; Σάμπως ήξερε τι γινόταν στην πραγματικότητα μέσα στις κάμαρες; Από την άλλη, μήπως η γριά τα ‘λεγε επίτηδες από επαγγελματικό ανταγωνισμό, για να μην χάσει τον πελάτη; Αλλά πριν αρνήθηκε. Άρα; Απόμεινε εκεί ακίνητος κι αναποφάσιστος με τα βιβλία στα χέρια, σαν χαζός.
Αυτή, σα να διάβαζε τις σκέψεις του, άπλωσε το χέρι στο πεζούλι του παραθύρου, πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα, έβαλε ένα στο στόμα της, το άναψε και μετά πρόσφερε και σ’ αυτόν ένα. Τα δάχτυλα της ήταν κατακίτρινα κι είχαν αρχίσει να στραβώνουν απ’ την αρθρίτιδα σαν τις παλιές μοδίστρες. Ο Ρούσσος δεν είχε καπνίσει ποτέ, δεν τόλμησε όμως να το αρνηθεί. Το κρέμασε άγαρμπα στο στόμα. Η γυναίκα τον πλησίασε μ’ ένα τσακμάκι κι ενώ τού άναβε το τσιγάρο, είπε:
- «Πήγαινε τώρα, άντρα μου. Δεν κάνει σήμερα. Πήγαινε κι έλα την άλλη βδομάδα. Όχι σε μένα, ούτε σε τούτη δίπλα. Απέναντι να πας, σε κείνη την πράσινη γωνιακή πόρτα που τώρα είναι κλειστή. Να βρεις την Αννούλα. Είναι πιο νέα και γελά ακόμα. Σού ταιριάζει καλύτερα. Θα σε περιποιηθεί όπως πρέπει. Πες της ότι σε στέλνει η Θεανώ η Μυτιληνιά. Θα καταλάβει…»
Εκείνο το απόγευμα του Απρίλη, ο Ρούσσος δεν πήγε με γυναίκα. Συμπάθησε όμως τις πουτάνες. Άρχισε και το τσιγάρο.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.sex&id=65
Κατά τις τέσσερις, έβαλε δυο κατοστάρικα στην τσέπη του, βγήκε από το σπίτι και αντί να πάει στο φροντιστήριο κατηφόρισε προς το λιμάνι. Πήρε την προβλήτα προς τα ενετικά νεώρια, έφθασε στην ανατολική πύλη του παλιού τείχους κι από κει χώθηκε στα στενά που ήταν οι πουτάνες. Οι μεγαλύτεροι δε έλεγαν ποτέ «πάμε στις πουτάνες». Έλεγαν «πάμε στις Χιόνες», αλλά ο Ρούσσος δεν καταλάβαινε αν ονόμαζαν έτσι την περιοχή ή τις ίδιες γυναίκες. Θα το διευκρίνιζε πολύ αργότερα, διαβάζοντας το περίφημο βιβλίο τού Ηλία Πετρόπουλου «Το Μπορντέλο». Στις σελίδες του υπήρχε μια μακροσκελέστατη αναφορά στις «Χιόνες» των Χανίων. Δεν ήταν και καμιά πελώρια περιοχή οι Χιόνες. Τρία τέσσερα στενάκια όλα κι όλα με χαμόσπιτα και άθλιες ταβέρνες, απ’ τις οποίες ακουγόντουσαν συνέχεια τραγούδια των τζουκ-μποξ. Οριζόταν ανατολικά από το κομμένο τείχος, δυτικά από ένα κάθετο αδιέξοδο σοκκάκι, νότια από μια σειρά καρβουναποθήκες και βόρεια από ένα σπίτι με μια πελώρια ταμπέλα κρεμασμένη στην κεντρική του είσοδο. Ήταν λευκή με φαρδύ κόκκινο πλαίσιο. Οι μεθυσμένοι ναύτες του ελληνικού ή του 6ου αμερικανικού στόλου που έσκυβαν πάνω της, διάβαζαν: «Προσοχή Οικογένεια – Be careful, family».
Ο Ρούσσος χώθηκε στο πρώτο στενό και είδε δυο γυναίκες να κάθονται σε κάτι παλιοκαρέκλες μπροστά στις ανοιχτές τους πόρτες. Τα φωτάκια από πάνω ήταν σβηστά. Κουβέντιαζαν. Αυτή που έβλεπε φάτσα μπροστά του ήταν μελαχρινή, η άλλη που είχε γυρισμένη την πλάτη ήταν κοκκινομάλλα. Ησυχία βασίλευε στο στενό εκείνη την ώρα. Κάποια ανθισμένη νερατζιά σκόρπιζε γύρω-γύρω το άρωμα της κι όλα έμοιαζαν καταλαγιασμένα, ίσως λίγο μελαγχολικά. Οι γκαραζιέρηδες, οι αγρότες, οι ψαράδες και οι νταβατζήδες πλάκωναν το βράδυ για να τσακωθούν και να πηδήξουν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε προς το μέρος τους. Βλέποντας τον να πλησιάζει, η μελαχρινή σηκώθηκε και μπήκε μέσα. Πρόλαβε να τη δει όρθια. Ήταν μια χοντροκόκαλη σαραντάρα με πυκνά φρύδια, άλουστα μαλλιά και κενό βλέμμα. Τα πόδια της κάτω απ’ τη φούστα είχαν πιο πολλά μούσκλια κι από πόδια ποδοσφαιριστή. Σκέφτηκε αμέσως ότι θα πήγαινε με την άλλη.
Μόλις όμως έφτασε πάνω από την κοκκινομάλλα και την είδε να στρέφεται προς το μέρος του, τον έπνιξε ένα κύμα απογοήτευσης. Δεν ήταν καλύτερη απ' την άλλη. Παρά τις προσπάθειες της για αξιοπρεπή αναστύλωση, η γυναίκα ήταν σχεδόν γριά. Τα κόκκινα μαλλιά, το ρουζ στα μάγουλα και το κραγιόν στα μαραμένα χείλη, δεν μπορούσαν να κρύψουν τα εξήντα –τουλάχιστον- χρόνια της. «Γαμώ το» σκέφτηκε, «δεν το ‘χα φανταστεί έτσι». Όμως αφού είχε καταφέρει να φθάσει ως εκεί, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει πίσω. Από το εσωτερικό της κάμαρας ερχόταν μια απαίσια μυρωδιά απολυμαντικού, που τον έκανε να αναγουλιάσει στιγμιαία. Το ξεπέρασε αμέσως. «Χαίρετε…» της είπε λαχανιασμένος από την αγωνία. «Μπορώ να… να… περάσω;»
Τον παρατήρησε από πάνω ως κάτω, χωρίς να του μιλήσει. Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα –ήταν ισχνή με μια ελαφρά κύρτωση- ανέβηκε στο πεζούλι της κάμαρας, αλλά αντί να χωθεί στο εσωτερικό για να την ακολουθήσει, στήθηκε εκεί και τον κοίταζε με ανασηκωμένο φρύδι. «Μαθητής;» τον ρώτησε. Ο Ρούσσος έγνεψε καταφατικά, αναθεματίζοντας την απρονοησία του να καταλήξει ως εκεί κάτω κρατώντας τα βιβλία του φροντιστηρίου. Αφού ήταν αναγκασμένος να φύγει μ’ αυτά απ’ το σπίτι για να τον δει η μάνα του, θα έπρεπε να τα κρύψει κάπου στη συνέχεια. Εδώ που τα λέμε, ήταν ξεφτίλα να πάει στις πουτάνες με βιβλία.
- «Πρώτη σου φορά;» τον ξαναρώτησε η γυναίκα, παρατηρώντας το ελαφρό τρέμουλο στα χέρια και στα γόνατα του. Ο Ρούσσος νόμισε ότι θα του ‘φευγε η ψυχή, αλλά κατάφερε να ψελλίζει ένα «μ…μάλιστα». Αμέσως μετά ένιωσε ανακούφιση. Το ‘χε πει κι είχε ξεμπλέξει. Σα να του φάνηκε ότι στα μαραμένα χείλη σχηματίστηκε ένα αδιόρατο χαμόγελο. Όχι κοροϊδευτικό. Συμπόνιας. Κι έπειτα άκουσε κάτι που τον άφησε κατάπληκτο, εμβρόντητο:
- «Δεν δουλεύω σήμερα αγόρι μου. Είναι Μεγάλη Τετάρτη. Έλα κάποια άλλη μέρα».
Κατάφερε να πει ένα «εντάξει, ευχαριστώ» και κίνησε να φύγει έχοντας τη μεγαλύτερη έκπληξη του κόσμου στο βλέμμα. Μεγάλη Τετάρτη; Είχαν και οι πουτάνες Μεγάλη Τετάρτη; Σα να γύρισε ο κόσμος ανάποδα. Μετά τον έπιασε μανία και άγχος μαζί. Δηλαδή, είχε νικήσει όλους τους ενδοιασμούς του, είχε φθάσει ως εκεί και δεν θα έμπαινε τελικά μέσα; Τόση ψυχολογική προετοιμασία, τόση προπόνηση θα πήγαιναν χαμένα; Πάλι θα ήταν ο μόνος παρθένος στην παρέα; Αν έφευγε δεν θα ξαναγύριζε, το ’ξερε. Πριν κάνει είκοσι βήματα είχε μετανιώσει για την άτακτη υποχώρηση του. Δε μπορεί όλες οι πουτάνες να ήταν τόσο πιστές σαν τη γιαγιά, τι διάολο; Θα πήγαινε με την άλλη κι ας μην του άρεσε. Σάματις η γριά ήταν καλύτερη; Έκανε απότομη μεταβολή και ξαναπλησίασε με θαρρετό βήμα. Η μαραμένη κοκκινομάλλα συνέχισε να στέκεται στο πεζούλι της πόρτας. Τον κοίταξε ερωτηματικά. «Η κυρία δίπλα εργάζεται;» ρώτησε ο Ρούσσος, νεύοντας προς την κάμαρα της μελαχρινής. Είχε προσπαθήσει να δώσει στη φωνή του έναν τόνο επιθετικότητας.
Η γιαγιά χαμογέλασε με συγκατάβαση. «Ναι, αυτή εργάζεται. Αφού όμως είναι η πρώτη σου φορά, μη μπεις εκεί μέσα. Είναι Αρβανίτισα και κακοπερασμένη. Μισούσε όλους τους άνδρες, πολύ πριν γεννηθείς εσύ. Δε δουλεύει, εκδικείται. Δε θα σού κάνει καλό, αγόρι μου, άκου με που σου λέω. Ξέρω εγώ.»
Ο Ρούσσος κοντοστάθηκε αναποφάσιστος. Οι σκέψεις ανακατώθηκαν όλες μαζί μέσα στο συφοριασμένο του μυαλό. Τι ήταν πάλι αυτό; Επίδειξη καλοσύνης ή συκοφαντία; Τι ήταν πιθανότερο για μια πουτάνα; Και τι κακό θα πάθαινε δηλαδή αν πήγαινε με την Αρβανίτισσα; Αν όμως πάθαινε; Σάμπως ήξερε τι γινόταν στην πραγματικότητα μέσα στις κάμαρες; Από την άλλη, μήπως η γριά τα ‘λεγε επίτηδες από επαγγελματικό ανταγωνισμό, για να μην χάσει τον πελάτη; Αλλά πριν αρνήθηκε. Άρα; Απόμεινε εκεί ακίνητος κι αναποφάσιστος με τα βιβλία στα χέρια, σαν χαζός.
Αυτή, σα να διάβαζε τις σκέψεις του, άπλωσε το χέρι στο πεζούλι του παραθύρου, πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα, έβαλε ένα στο στόμα της, το άναψε και μετά πρόσφερε και σ’ αυτόν ένα. Τα δάχτυλα της ήταν κατακίτρινα κι είχαν αρχίσει να στραβώνουν απ’ την αρθρίτιδα σαν τις παλιές μοδίστρες. Ο Ρούσσος δεν είχε καπνίσει ποτέ, δεν τόλμησε όμως να το αρνηθεί. Το κρέμασε άγαρμπα στο στόμα. Η γυναίκα τον πλησίασε μ’ ένα τσακμάκι κι ενώ τού άναβε το τσιγάρο, είπε:
- «Πήγαινε τώρα, άντρα μου. Δεν κάνει σήμερα. Πήγαινε κι έλα την άλλη βδομάδα. Όχι σε μένα, ούτε σε τούτη δίπλα. Απέναντι να πας, σε κείνη την πράσινη γωνιακή πόρτα που τώρα είναι κλειστή. Να βρεις την Αννούλα. Είναι πιο νέα και γελά ακόμα. Σού ταιριάζει καλύτερα. Θα σε περιποιηθεί όπως πρέπει. Πες της ότι σε στέλνει η Θεανώ η Μυτιληνιά. Θα καταλάβει…»
Εκείνο το απόγευμα του Απρίλη, ο Ρούσσος δεν πήγε με γυναίκα. Συμπάθησε όμως τις πουτάνες. Άρχισε και το τσιγάρο.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.sex&id=65
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου