Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

»Ελεος, οχι αλλοι μαγειροι!

του Δημήτρη Καμπουράκη Protagon.gr

Εμένα μ’ αρέσει το φαγητό. Φαίνεται εξ’ άλλου, χοντρός είμαι. Αλλά αυτό που συμβαίνει το τελευταίο διάστημα στην τηλεόραση ξεπερνά και τους χοντρούς και τους τετράπαχους και τους τόφαλους. Όλοι μαγειρεύουν. Παντού κατσαρόλες, τηγάνια, τετζερέδια, μπλάστες και εκατό λογιών κουταλοπήρουνα. Όπου γυρίσω το μάτι μου βλέπω πλεξούδες από... σκόρδα, σακιά από πατάτες, λεκάνες με ζυμάρια, σπαλομπριζόλες και γαριδοκαραβίδες. Τι στο καλό έπαθαν όλοι τους και σκύψανε με τόση ευλάβεια πάνω στα πολυμίξερ και τις γκαζιέρες; Πότε έγινε της μόδας να είσαι μάγερας και δεν το κατάλαβα; Από παντού ξεπροβάλλουν στρατιές μελλοντικών βασιλιάδων της κουζίνας έτοιμοι να σφάξουν ο ένας τον άλλον σαν αρνί του Πάσχα μπροστά στους πεινασμένους τηλεθεατές. Κρατάνε στα χέρια τους μακριά μαχαίρια και γυαλιστερές κουτάλες και καταγίνονται με κάτι αλλόκοτα υλικά που πρώτη φορά τ’ ακούω. Σαν το φινόκιο. Τι είναι ρε παιδιά αυτό το φινόκιο; Ό,τι φαγητό κι αν φτιάξουν, φινόκιο τού ρίχνουν.

Συγνώμη αλλά από πότε τα γεμάτα σάλτσες χέρια, οι καταλαδωμένες ποδιές και η τηγανίλα της κουζίνας έγιναν τόσο in; Μη με παρεξηγήσετε, έντιμη, συμπαθέστατη και χρησιμότατη δουλειά είναι, απλώς αναρωτιέμαι πως ξαφνικά εκτοξεύτηκε στον γαλαξία της πιο top γκλαμουριάς της ελληνικής κοινωνίας. Ποιος διεστραμμένος μετέτρεψε τις γραβιέρες, τα σέσκουλα, τα άνιθα, τις πέρκες, τους μπακαλιάρους και τις σηκωταριές στο απόλυτο Greek Dream; Τι παράκρουση είναι αυτή πάλι; Από πού ξεφύτρωσαν όλες αυτές οι ξύστες, τα χαβάνια, τα σουρωτήρια, τα χτυπητήρια και τα μπακιρικά που μπήκαν στη ζωή μας; Τι μανία τους έπιασε άντρες-γυναίκες και θέλουν σώνει και καλά να γίνουν ταβερνιάρηδες; Κάτι σωματαράδες μουσάτοι, κάτι ντιρέκια ως εκεί πάνω, αντί να καβαλήσουν μια 900κοσάρα μηχανή και να βγουν για γκόμενες, ζώνονται τις καρό ποδιές και σουφρώνουν τα χειλάκια τους σαν τη θειά μου τη Φιφίκα όταν δοκιμάζει τους μπουμπουριστούς χοχλιούς της. Και μη χειρότερα. Που ξανακούστηκε να στέκονται δώδεκα νοματαίοι πάνω από ένα μίξερ και να κουβεντιάζουν με τις ώρες πόσο αραιή πρέπει να ‘ναι η μαρέγκα; Και αφού αποφουρνίσουν, να τρώγονται μεταξύ τους σαν τις Κατίνες διότι δεν ψήστηκε καλά η ζύμη της τάρτας, δεν έδεσε καλά η μπεσαμέλ και δεν ήταν αρκετά τραγανό το φινόκιο. Και τι στο διάολο είναι αυτό το φινόκιο τέλος πάντων; Ψάρι, τυρί ή αγριόχορτο;

Μπορεί κάποιος να μου πει τι σημαίνει «έντιμο αλλά άχρωμο πιάτο»; Δηλαδή, για να ψήσει κάποιος μια ρημαδιασμένη μερίδα φαγητό, πρέπει να έχει σπουδάσει στη σχολή καλών τεχνών του Μετσοβίου και για να τη σερβίρει πρέπει να έχει διδακτορικό διακόσμησης εσωτερικού χώρου από τη Φλωρεντία; Γιατί ένα μπιφτέκι με πατάτες και λίγη σαλάτα, θα πρέπει να είναι σαν μεσαιωνικό φρούριο; Γιατί η μουστάρδα στην άκρη πρέπει να ζωγραφίζει τη Μόνα Λίζα; Και γιατί οι αστακοί πρέπει να στέκονται όρθιοι στην πιατέλα και να σπρώχνονται με τις κεραίες τους σαν το άγαλμα της Πλατείας Κλαυθμώνος; Με ποια λογική, μόλις ξαπλώσει ο αστακός πάνω στα μακαρόνια, ο μάγειρος βγαίνει άχρηστος και βάζει τα κλάματα; Άσε αυτά τα κλάματα. Μα καλά, δεν ντρέπονται λιγάκι; Κοτζάμ μαντράχαλοι και μεγάλες γυναίκες, να μιξοκλαίνε όλοι μαζί σαν νήπια επειδή φοβούνται μήπως τους διώξουν από την κουζίνα; Μέχρι προχθές, ο άντρας δεν έμπαινε στην κουζίνα ακόμα κι αν του ‘βαζες πιστόλι στην πλάτη, ενώ η γυναίκα έκανε αμάν να βγει από κει μέσα και να κάτσει πέντε λεπτά στο σαλόνι. Τώρα τι τους έπιασε όλους και αλυσοδένονται στους πάγκους της σαν τους ακτιβιστές της Greene Peace, μήπως και τους αφαιρέσουν το δικαίωμα να χτυπάνε αυγολέμονα και να πλάθουν κουλουράκια; Κάνουν από πάνω και εθνικοπατριωτικές δηλώσεις του τύπου: «Θα δώσω και την τελευταία ρανίδα του αίματος μου για να παραμείνω».

Που να παραμείνεις ρε μεγάλε; Φόρεσες έναν χρυσό κρίκο στ’ αυτί σαν πειρατής τού Καβαδία, έδεσες μαύρο μαντήλι στο ξυρισμένο κεφάλι σου, έβγαλες δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα που αρρώστιες τα ‘χουνε τσακίσει τροπικές, μόνο και μόνο για να σερβίρεις κρεμ μπρουλέ; Και σε πιάνουν τα υπαρξιακά σου επειδή δε μπόρεσες να ψιλοκόψεις το κρεμμύδι σε πέντε κινήσεις; Ου να χαθείς ρε, που τρώς γεμάτος αγωνία τα νύχια σου, όσο ο τύπος της επιτροπής δοκιμάζει «το πιάτο σου». Τόση περηφάνια πια γι’ αυτό το «πιάτο σου» δεν έδειχνε ούτε ο μπάρμπας μου ο Στεφανής όταν μιλούσε για το παράσημο του στην Αλβανία. Είπαμε, αλλάζουν οι εποχές αλλά είστε σίγουροι ότι αποτελεί πρόοδο να τραγουδάμε «μην βροντοχτυπάς τις χάντρες, η φουφού κάνει τους άντρες»;

Αμ αυτές οι επιτροπές με τους σεφ; Τι στυλάκι είναι πάλι τούτο που πλασάρουν; Ο καθένας χωριστά μπορεί να είναι συμπαθέστατος, αλλά όλοι μαζί είναι ανυπόφοροι. Κι αν το στυλ δεν είναι δική τους επιλογή αλλά του τηλεοπτικού concept, τότε το concept είναι για σφαλιάρες. Εντάξει, ξέρω ότι οι καιροί του αντικομφορμισμού έχουν παρέλθει και ότι ξαναγυρίσαμε στην κοινωνία της ιεραρχίας, αλλά υπάρχουν και όρια βρε αδερφέ. Τι είναι αυτό το στήσιμο δηλαδή; Όρθιοι, ακίνητοι, ανέκφραστοι, να περιμένουν τον μελλοθάνατο που τους πλησιάζει κάτωχρος με την ψητή κολοχτύπα του ανά χείρας. Χαλαρώστε λίγο, μάγειρο κρίνετε, όχι κανέναν αρχιπεζοναύτη που θα στείλετε σε αποστολή αυτοκτονίας στα μετόπισθεν του εχθρού. Κι εσύ ρε συφοριασμένε διαγωνιζόμενε, γιατί τρέμεις έτσι μπροστά τους; Σεφ είναι, όχι επιτροπή των Ες-Ες στο Άουσβιτς. Τον πουρέ που έφτιαξες θα βαθμολογήσουν, δε σε πάνε για εκτέλεση. Γιατί κλείνεις γεμάτος απελπισία τα μάτια σου, όταν ο ανακριτής πλαταγιάζει τη γλώσσα του διαπιστώνοντας με υποδόρια απέχθεια ότι κάποιοι κόκκοι ζάχαρης δεν έχουν διαλυθεί και κάνουν «κρίτσι-κρίτσι»; Σιγά πια, ζάχαρη είναι κρίτσι-κρίτσι θα κάνει. Αλλά τι στο διάολο ζητά η ζάχαρη στον πουρέ, μωρέ; Φαί έφτιαξες ή γλυκό; Νάσου πάλι και κείνο το φινόκιο; Έβαλες φινόκιο και στον πουρέ; Που το μάθατε όλοι σας το φινόκιο ρε κι εγώ δεν το ‘ξερα;

Αφήστε πια εκείνο το φτύσιμο της μπουκιάς. Στην Κρήτη, αν πας στο σπίτι κάποιου και φτύσεις το φαί που θα σου σερβίρει, θα κατέβεις κουτρουβαλώντας τη σκάλα. Από την άλλη, για μπείτε και στη θέση των κριτών. Αν εμένα μου βάζανε σαράντα πιάτα μπροστά μου κι έτρωγα πρώτα γαρίδες, μετά φασολάδα, μετά μακαρόνια με τυρί, μετά κρέμα καραμελέ, μετά αρνίσια παϊδάκια, μετά ανθότυρο με μέλι και συνέχιζα με μπριάμ, σαλάτα καραμελωμένων φουντουκιών, σνίτσελ πεσκανδρίτσας, ντολμάδες με γιαούρτι, μους σοκολάτας κι έπειτα μπουγιαμπέσα και κοκκινιστό κουνέλι, για να καταλήξω σ’ ένα γαλακτομπούρεκο και σε μπακαλιάρο σκορδαλιά, να με συμπαθάτε αλλά θα έτρεχα κατ’ ευθείαν στη λεκάνη να ξεράσω. Οπότε πάλι ευγενικοί είναι που το φτύνουν στη σακούλα των σκουπιδιών.

Λοιπόν, αυτή ιστορία με τους χιλιάδες υποψήφιους μαγείρους, τις χύτρες, τις ηλεκτρικές κουζίνες στη σειρά, τις κρέμες, τα σέλινα, τις αρχιτεκτονικές της καραβίδας, τους πανηγυρισμούς της πετυχημένης ψαρόσουπας και τα κλάματα του κακοψημένου μπουρεκιού, πρέπει να τελειώσει το συντομότερο. Αν η βουλιμία είναι απόδειξη κατάθλιψης, η εθνική βουλιμία τι είναι άραγε; Ας ρίξουμε και μια ματιά στα ψιλά γράμματα της ιστορίας. Πάντα οι αγροίκοι κατακτητές των παρακμασμένων αυτοκρατοριών, πάθαιναν πλάκα από τις γευστικές επιδόσεις των παχύσαρκων ράθυμων ηττημένων. Και μη μου αρχίσει η αγαπημένη μου Λαμπρία ή οι φίλοι μου Μαμαλάκης και Σκαρμούτσος τις θεωρίες ότι δεν εκτιμώ την τέχνη της γεύσης ή την παράδοση την κουζίνας, ότι δεν διαθέτω αισθητική ή ότι υποστηρίζω το άθλιο πρότυπο του άντρα-αφέντη και της γυναίκας-δούλας. Και τις γνώσεις τους θαυμάζω και στην τέχνη τους υποκλίνομαι και το φαγητό τους τρώω όπου το πετύχω και συχνότατα ρίχνω κανένα κοτόπουλο με πατάτες στο ταψί μου όταν πεινάω. Οι υπερβολές μ’ ενοχλούν. Εκτιμώ την μαγειρική, αλλά όταν έχει το ειδικό βάρος που της αναλογεί στη ζωή μας. Δε μπορώ να κολυμπώ όλη μέρα σ’ έναν ωκεανό από σάλτσες και λιωμένα τυριά. Μπουκώνω, μπουχτίζω, με πιάνουν καούρες. Έχω κι αυτό το άτιμο το φινόκιο που δεν ξέρω αν είναι τυρί, κρέας ή ψάρι…

>> Όλα τα άρθρα του Δημήτρη Καμπουράκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: