του Γιάνη Βαρουφάκη Protagon.gr
Η σημερινή Κρίση άρχισε να ξεδιπλώνεται στην ποδιά των φτωχών.
• Των φτωχών αμερικανών που αγόρασαν σπίτια πριν το 2008 με στεγαστικά δάνεια που τους φόρτωσαν επιτήδειοι τραπεζίτες υποσχόμενοι επιτόκια που δεν μπορούσαν να διατηρηθούν.
• Των φτωχών τω πνεύματι του χρηματοπιστωτικού τομέα που..
νόμισαν ότι μπορούν ως νέοι Harry Potters να δημιουργούν ιδιωτικό χρήμα με τα μαγικά τους ραβδιά (μετατρέποντας ες αεί την φτώχεια των άλλων σε δικά τους κέρδη).
• Των φτωχών κρατών της Ευρώπης που, ελέω ευρώ, κατάφεραν να δανειστούν υπέρογκα ποσά με επιτόκια που κάποια στιγμή όμως ήταν γραφτό να τιναχτούν στον αέρα την στιγμή που το μαγικό ραβδί των πτωχών τω πνεύματι έπαυε να δουλεύει (τα γνωστά μας spreads).
Τώρα που η Κρίση γιγαντώνεται, το κόστος το καταβάλλουν (φυσικά) οι φτωχοί. Όσο για εκείνους που έως πρότινος κατάφερναν να κρατούν το κεφάλι τους μια σπιθαμή πάνω από την επιφάνεια της φτώχειας, τα μέτρα "σταθερότητας" εγγυημένα θα τους σπρώξουν κάτω από αυτήν (αν δεν το έχουν ήδη κάνει).
Όλοι μας (δεξιοί και αριστεροί, κυβερνητικοί και αντιπολιτευόμενοι, πολιτικοποιημένοι και απογοητευμένοι) γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στην εποχή της Κρίσης όπου φτωχός κι η μοίρα του. Όλοι οι νοικοκυραίοι (λέμε ότι) ανησυχούμε για τον αντίκτυπο της Κρίσης στους μη έχοντες. Οι περισσότεροι μάλιστα ανησυχούν ειλικρινά. Όμως, με το που εισερχόμαστε σε μια σοβαρή συζήτηση για την Κρίση, κάτι ενδιαφέρον και παράξενο συμβαίνει: η λέξη φτώχεια, ως για μαγείας, εξαφανίζεται από την συζήτηση.
Εκεί που στο ταξί, στο δρόμο, σε συζητήσεις του ποδαριού αναλογιζόμαστε και συζητάμε την φτώχεια που φέρνει η Κρίση στους αδύναμους, όταν είμαστε σε πιο καθωσπρέπει χώρους, όπου οι αναλύσεις μας γίνονται πιο "εμβριθείς", κάπου εκεί μεταξύ τύρου και αχλαδίου, ξάφνου πιάνουμε τον εαυτό μας να μιλάμε ως τεχνοκράτες των οποίων ο ανώτερος και ακονισμένος νους καταπιάνεται με όρους όπως 'ανάπτυξη', 'δημόσιο χρέος', 'δημοσιονομική σταθερότητα', 'δομική ανεργία', 'πράσινη οικονομία'. Σε αυτές τις 'σοβαρές' συζητήσεις της καλής κοινωνίας, η λέξη φτώχεια ακούγεται σαν βρισιά: βάναυση, ανάγωγη, παλαιομοδίτικη, ξεπερασμένη. (Δεν είναι τυχαίο που η Ευρωπαϊκή Ένωση προτιμά μεταμοντέρνους όρους όπως 'κοινωνικός αποκλεισμός', αποφεύγοντας όρους όπως φτώχεια, ανέχεια, δυστυχία.)
Κι όμως. Το μόνο που έχει σημασία είναι η φτώχεια και η καταστροφή του πλανήτη! Σημασία δεν έχει τι θα γίνει με το ΑΕΠ, το χρέος, το έλλειμμα, την παραγωγικότητα. Σημασία έχει πόσο περισσότερο θα υποφέρουν λόγω της Κρίσης όσοι βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού. Σε τι βαθμό η αποτυχημένη συνεύρεση της Κοπεγχάγης θα σημάνει μη αναστρέψιμες βλάβες στον πλανήτη - με πρώτο αποδέκτη του πλανητικού κόστους τους απανταχού φτωχούς που δεν έχουν την δυνατότητα να αγοράσουν ιδιωτικές 'αποδράσεις' από την πλανητική μας καταστροφή. Σημασία έχει για πόσο καιρό ακόμα θα μεγεθύνεται ο κύκλος των παιδιών που στερούνται το σχολείο, το παιχνίδι, την ξεγνοιασιά. Πόσοι ηλικιωμένοι μετρούν τα ψιλά τους αντιμέτωποι με την φρικτή επιλογή του να αγοράσουν τρόφιμα ή φάρμακα. Πόσοι πιάνονται από τα πλοκάμια του τέρατος το οποίο τρέφεται από την Κρίση και τους καθιστά όλο και πιο ανήμπορους να αποδράσουν.
Μα, θα μου πείτε, η ανάπτυξη, η παραγωγικότητα, η μείωση των ελλειμμάτων, η αύξηση του ΑΕΠ δεν είναι το καλύτερο αντίδοτο για την φτώχεια; Όχι, όχι, όχι! Δεν υπάρχει κάποια απλή σχέση μεταξύ των μακροοικονομικών μεγεθών και της φτώχειας. Συχνά στον καπιταλισμό παρατηρείται παραγωγή εκπληκτικού νέου πλούτου, και παράλληλα, πρωτόγνωρης φτώχειας. Από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα τα παράδοξα αυτά είναι μέρος της ζωής μας: Δίπλα-δίπλα η πρόοδος και το πισωγύρισμα, τα παραγωγικότατα μηχανήματα και τα απούλητα προϊόντα, η ευημερία και η ανέχεια, η δημιουργία (όμορφης γνώσης, εντυπωσιακών αγαθών, εξαίσιων έργων τέχνης) και η καταστροφή (ανθρώπων, βιοτόπων, ονείρων). Τις τελευταίες μάλιστα δεκαετίες, η 'ανάπτυξη' αποτελεί όλο και περισσότερο ιδιωτικό αγαθό των εχόντων. Ακόμα και σε περιόδους που τα χρηματιστήρια ανεβαίνουν, η κερδοφορία ανέρχεται και οι πωλήσεις αυξάνονται, η πραγματική απασχόληση δεν βελτιώνεται ουσιαστικά. Αυτό που οι αγγλοκέλτες ονομάζουν jobless growth (ανάπτυξη χωρίς δουλειές) απλά ανακυκλώνει την φτώχεια μεταξύ των ανέργων και εκείνων που εργάζονται για μισθούς πείνας.
"Η φτώχεια είναι η χειρότερη μορφή βίας" είπε κάποτε ο Μαχάτμα Γκάντι. "Όποιος πάλεψε με την φτώχεια ξέρει πόσο κοστίζει το να είναι κανείς φτωχός" συμπλήρωσε ο αμερικανός μαύρος συγγραφέας James Baldwin. Μπορούμε να προσθέσουμε σε αυτές τις αλήθειες δύο φρέσκες: "Η σημερινή Κρίση, τα Μνημόνια, τα Σύμφωνα Σταθερότητας κλπ αποτελούν νέες μορφές μιας αρχέγονης βίας." Και: "Όσοι από εμάς δεν παλεύουμε να τα βγάλουμε πέρα με τις μειωμένες συντάξεις στα όρια της σημερινής ελληνικής φτώχειας δεν μπορούμε να υπολογίσουμε, ούτε κατά προσέγγιση, το κόστος της Κρίσης της ελληνικής οικονομίας".
Αντίθετα με την μείωση του ΑΕΠ, που μπορεί να είναι αρνητική εξέλιξη αλλά δεν είναι δα και καμία τραγωδία, η διογκούμενη φτώχεια αποτελεί μοναδική κοινωνική απειλή. Καταργεί την ελευθερία του φτωχού, σπέρνει τον τρόμο στον έχοντα, καταστρέφει την δημιουργικότητα, σκοτώνει την ζωή. Σε μια ορθολογική κοινωνία η φτώχεια έπρεπε να είναι ο υπ' αριθμό ένας δημόσιος κίνδυνος. Αντί για αυτό, όμως, η καλή κ' αγαθή μας κοινωνία την αγνοεί επιδεικτικά, υποβιβάζοντάς την στο ρόλο ενός αρνητικού υποπροϊόντος της 'ανάπτυξης', της κερδοφορίας, της ανεργίας - καθιστώντας την πεδίο δράσης της 'φιλανθρωπίας' της οποίας πραγματικός στόχος δεν είναι η καταπολέμηση της φτώχειας αλλά η ανακούφιση μερικών φτωχών ώστε να ανακουφιστούν πολύ περισσότερο οι συνειδήσεις όσων συντηρούν (άθελά τους) το φαινόμενο της φτώχειας με τις δράσεις και πολιτικές τους.
Μια κοινωνία (όπως και μια οικογένεια, μια παρέα, ένα χωριό) θα έπρεπε να κρίνεται όχι από το μέσο εισόδημά της αλλά από τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται στα ασθενέστερα μέλη της. Η αξιοπρέπεια των αδύναμων και οι δυνατότητες των φτωχών να αποδράσουν από την μέγγενη της φτώχειας έπρεπε να είναι ο βασικός δείκτης ευημερίας μιας χώρας. Είναι αξιοσημείωτο λοιπόν ότι ως κοινωνία δεν προσπαθούμε καν να μετρήσουμε την φτώχεια - το ποσοστό των συνανθρώπων μας που είναι πιασμένοι στα δίχτυα της φτώχειας.
Επίσημο ποσοστό φτώχειας βέβαια υπάρχει - το αναφέρει η Στατιστική Υπηρεσία και η Eurostat. Όμως είναι τόσο απλοϊκός και αμφισβητήσιμος ο τρόπος μέτρησης που είναι σαν να μην υφίσταται. Μπορεί να αναφέρει, π.χ., ότι η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας στην Ευρωζώνη (και το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρώπη των 27, μετά την Λεττονία), όμως υπουργοί και βουλευτάδες καταφεύγουν στις (πραγματικές) αδυναμίες αυτού του μέτρου ώστε να υπεκφεύγουν τεχνηέντως κάθε σοβαρή συζήτηση για την 'συνεισφορά' τους στην φτώχεια (*). Έτσι ενισχύεται η μισανθρωπική ιδεολογία που πασχίζει να καταστήσει την φτώχεια διάφανη, αόρατη, απαρατήρητη - που μας καθιστά ανήμπορους να γνωρίζουμε πόσοι συμπολίτες μας είναι φτωχοί - που καλλιεργεί την απάθεια προς την φτώχεια στη βάση ότι η φτώχεια είναι υποκειμενική και άρα μη μετρίσιμη.
Από μια άποψη η φτώχεια, πράγματι, δεν μπορεί να μετρηθεί αντικειμενικά, όπως π.χ. η θερμοκρασία στην επιφάνεια του ήλιου (κάτι που ναι μεν δεν είναι εύκολο αλλά που αποτελεί τεχνικό πρόβλημα το οποίο λύνεται αντικειμενικά και στην βάση κάποιας τεχνολογικής λύσης). Η φτώχεια θυμίζει πιο πολύ τον έρωτα: όσο αφόρητα πραγματική κι αν είναι η εμπειρία της για τον «παθόντα», τόσο αδύνατος είναι ο επιστημονικός ορισμός του τι σημαίνει να είσαι ερωτευμένος ή... φτωχός˙ και τόσο προβληματική η μέτρηση του αριθμού (ή του ποσοστού) του πληθυσμού μιας χώρας που βρίσκονται σε αυτή την «κατάσταση». Όμως, αντίθετα με τον έρωτα που δεν έχουμε κανέναν λόγο να τον μετρήσουμε, την φτώχεια έχουμε ιερή υποχρέωση να την μετράμε, να την παρακολουθούμε, να την καταστήσουμε τον βασικό δείκτη (αρνητικής) κοινωνικής ευημερίας.
Αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε πρόσφατα μια παρέα ερευνητών: Να ξεκινήσουμε μια συστηματική, μόνιμη, ανεξάρτητη, πολυσυλλεκτική προσπάθεια μέτρησης της φτώχειας στην Ελλάδα. Εδώ και δύο χρόνια τρεις ομάδες ερευνητών (νέων και παλαιότερων), με μεγάλες μεταξύ τους διαφωνίες (πολιτικές, μεθοδολογικές, επιστημονικές), ενώθηκαν στο πλαίσιο ενός μόνιμου Παρατηρητηρίου Φτώχειας. Τα πρώτα πορίσματα είναι έτοιμα (από τα οποία ένα απάνθισμα παρουσιάζεται παρακάτω - για περισσότερα βλ. www.poverty.gr).
Αυτό που όμως έχει σημασία είναι το μέλλον: το τι θα δείξουν τα επόμενα δύο, τρία, πέντε χρόνια για τον αντίκτυπο της Κρίσης, του Μνημονίου, της κατάστασης στην Ευρώπη και τον Κόσμο στο εν Ελλάδι μέτωπο κατά της φτώχειας. Όπως συμβαίνει με τα πραγματικά, επιστημονικά ερευνητικά προγράμματα, τα αποτελέσματα του Παρατηρητηρίου θα αργήσουν να φανούν. Δεν πειράζει. Ας αργήσουν. Η προσπάθεια και μόνο να μετρηθεί η φτώχεια στην χώρα μας αποτελεί ριζοσπαστική παρέμβαση.
Περίληψη Πορισμάτων για την Φτώχεια στην Ελλάδα
• Το 2007 η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο επίσημο ποσοστό φτώχειας (20,1%) στην ΕΕ-15 και ένα από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27.
• Το επίσημο ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα παραμένει ουσιαστικά το ίδιο από τις αρχές της δεκαετίας του ’80.
• Πάνω από το 20% των παιδιών στην Ελλάδα ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
• Οι περισσότεροι έλληνες φτωχοί (42,5%) είναι αγρότες ή μερικώς απασχολούμενοι.
• Οι περισσότεροι από τους φτωχούς (το 58,3%) δεν είναι άνεργοι και κάποιοι από αυτούς (23,4%) είναι μισθωτοί.
• Η συντριπτική πλειοψηφία των φτωχών (84,2%) στην Ελλάδα ανήκουν σε νοικοκυριά με υπεύθυνο εργαζόμενο ή συνταξιούχο.
• Σε όρους Δανίας, 4 στους 10 έλληνες θα θεωρούνταν ότι βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας.
• Η φτώχεια και οι ανισότητες αυξήθηκαν στη Γερμανία στην περίοδο 2005-7.
• Στην Ελλάδα, οι κρατικές μεταβιβάσεις (π.χ. επιδόματα) στους φτωχούς (πλην συντάξεων) μείωσαν την φτώχεια μόλις 6,3%.
• Την μεγαλύτερη μείωση της φτώχειας στην Ελλάδα επιφέρουν οι συντάξεις. Άρα η μείωσή τους θα έχει και τον μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο στην φτώχεια.
• Η ύφεση βαθαίνει την φτώχεια αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ανάπτυξη την μειώνει.
• Η μείωση της ανεργίας δεν μειώνει αναγκαστικά και την φτώχεια.
• Το να είναι κάποιος φτωχός σήμερα αυξάνει την πιθανότητα να είναι φτωχός και αύριο, ακόμα κι όταν όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες (π.χ. παιδεία, κατοικία) παραμένουν σταθεροί.
• Το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής ανισότητας οφείλεται στην ανισότητα που υπάρχει εντός των κοινωνικών ομάδων.
• Οι κοινωνικές δαπάνες ερμηνεύουν σε σημαντικό βαθμό τις διαφορές στα ποσοστά φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ-15.
• Οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης εμφανίζουν παρόμοια ποσοστά φτώχειας με αυτά των ανέργων.
(*)Η ΕΣΥΕ και η Eurostat μετρούν το ποσοστό φτώχειας ως εξής: Παίρνουν όλα τα 4μελή νοικοκυριά και τα κατατάσσουν στην σειρά ξεκινώντας από το φτωχότερο και καταλήγοντας στον πλουσιότερο. Κατόπιν παρατηρούν πιο νοικοκυριό βρίσκεται στο μέσο αυτής της 'ουράς'. Έστω ότι είναι €18 χιλιάδες ετησίως. Κατόπιν υπολογίζουν ένα ποσοστό του εισοδήματος αυτού του 'μέσου' νοικοκυριού (π.χ. το 60% των €18 χιλιάδων = €10800) και, τέλος, βλέπουν τι ποσοστό αυτών των 4 μελών νοικοκυριών έχουν εισόδημα μικρότερο αυτού του ποσού (των €10800). Τα προβλήματα με αυτή την μέτρηση είναι πολλά. Π.χ. έστω ότι όλα τα νοικοκυριά φτωχαίνουν κατά 20%. Το αναφερόμενο από τον συγκεκριμένο δείκτη ποσοστό φτώχειας παραμένει το ίδιο. Ή έστω ότι το 'μέσο' νοικοκυριό και τα πλουσιότερα από αυτό γίνονται πλουσιότερα χωρίς να γίνουν φτωχότερα τα κάτω από το 'μέσο' νοικοκυριά. Τότε ο συγκεκριμένος δείκτης φτώχειας αναφέρει αύξηση της φτώχειας - κάτι που δίνει στους κυβερνώντες το 'δικαίωμα' να ισχυρίζονται ότι μια αύξηση του επίσημου ποσοστού φτώχειας δεν σημαίνει αύξηση της πραγματικής φτώχειας αλλά μεγαλύτερη ευημερία των πλουσιότερων...
Επιχείρηση «Τάλως»: Πέντε δικογραφίες για πορνογραφία ανηλίκων
Πριν από 21 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου