Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

»Οι αθλιοι των Αθηνων

του Άρη Δαβαράκη Protagon.gr

Τους συναντάς πιά παντού. Με μωρά στα χέρια, με πληγές ανοιχτές, με κομμένα πόδια ή χέρια, βρώμικους, εξαθλιωμένους, εξοντωμένους. Συνανθρώπους. Οχι, δεν είναι «οι τεμπέληδες που δεν θέλανε να δουλέψουνε και καταλήξανε στα πεζοδρόμια» ούτε «οι εκατομμυριούχοι ζητιάνοι που έχουνε χρυσές λίρες παραχωμένες στο στρώμα τους». Είναι μιά νέα κοινωνική αλήθεια, μιά πραγματικότητα, χιλιάδες χιλιάδων..
πάμφτωχοι, άνεργοι, άστεγοι, εξαθλιωμένοι άνθρωποι που έχουν φτάσει ως εδω απο διάφορα μέρη του κόσμου αλλά και Ελληνες που όλες οι πόρτες είναι πιά κλειστές γι’ αυτούς.

Οι πόρτες κάποιων ΜΚΟ ανοίγουν λίγο, τους δέχονται, κάπως τους βοηθάνε για μια-δυό-τρείς μέρες, να φάνε κάτι στο Δήμο, στα συσσίτια της Εκκλησίας εδω κι΄εκεί, κάποιος στο «Ιδρυμα Μαραγκοπούλου», αν τύχει και μάθουν γι’ αυτό, μπορεί να τούς δώσει δωρεάν νομική βοήθεια, να τούς φτιάξει χαρτιά, βεβαιώσεις, πληρεξούσια, το βέβαιον της υπογραφής, οτι «νομικό» χρειάζονται. Η «ΑΡΣΙΣ» και η «ΕΠΑΝΟΔΟΣ», ανάμεσα σε αμέτρητες άλλες ΜΚΟ που δεν έτυχε να βρεθώ στο δρόμο τους, τρέχουν με δικηγόρους και ψυχιάτρους και κοινωνικούς λειτουργούς, στίς φυλακές, στα δικαστήρια, στα κέντρα απεξάρτησης.

Το δυναμικό τους είναι στηριγμένο σε νέους ανθρώπους σπουδασμένους και στρατευμένους στην προσπάθεια «να κάνουν οτι μπορουν» – αλλα πόσο να μπορέσουν και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που βοηθάνε με την ψυχή τους, μέρα νύχτα, καθημερινές και Κυριακές; Εχουν κι΄αυτοί ζωές, πρέπει να τίς ζήσουν, πρέπει να κλείσει το κινητό κάποια στιγμή, πρέπει να λεχθεί το «οχι, μην ξανάρθεις εσύ εδω,.δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια για σένα εμείς». Αλλοιώς θα προκύψει χαος, θα χαθεί ο έλγχος, θα επικρατήσει ο ίλλιγγος του πανικού και του «ψηλά τα χέρια, δεν τα βγάζω πέρα».

Τα μεγαλύτερα φιλανθρωπικά ιδρύματα που στηρίζονται απο γνωστές οικογένειες ή κληροδοτήματα, Δ.Σ και «διαθήκες», πιό οργανωμένα, πιό συστηματικά ίσως, βοηθάνε, βοηθάνε, βοηθάνε, προσπαθούν να συνεργαστούν με τούς Δήμους, με τις Κυβερνήσεις, με τις Φυλακές και τα Κέντρα Απεξάρτησης ναρκομανών, προσπαθούν να κρατήσουν «όρθιο» έναν αποφυλακισμένο ή έναν «καθαρό» πρώην τοξικομανή μέχρι να βρεθεί ένα κρεβάτι, μια στέγη, μια δουλειά - αλλά που να βρεθούνε τόσα κρεβάτια, τόσες στέγες, τόσες δουλειές; Ο Ερυθρός Σταυρός και ο «Ονησιμος» και άλλες εκατοντάδες τεράστιες ή μικρότερες οργανώσεις παλεύουν κόντρα στην σκληρότητα της πραγματικότητας αυτής κάθε μέρα – αλλά τι να κάνεις, πώς να προλάβεις, ποιόν να πρωτοσώσεις;


Πηγαίνοντας στον 98,4FM όπου κάνω εκπομπή πέντε με έξη το απόγευμα, περνάω απο την Σοφοκλέους, την Ομόνοια, τα στενά μες΄στού Ψυρρή, ή, άλλες ώρες, αν τύχει, φτάνω και μέχρι την Κωνσταντινουπόλεως ή τον Σταθμό Λαρίσσης, με την μια αφορμή, η την άλλη. Στο Θησείο πρός τον Αγιο Αθανάσιο, στα πάρκα, στα παγκάκια, στα πεζούλια, στα πεζοδρόμια πρόχειρα εγκατεστημένες ζωές, μικρά νοικοκυριά υπάιθρια. Και στον Ευαγγελισμό απο κάτω, απέναντι απ’ τη «Ριζάρειο» μιλάμε τώρα, στο πάρκο δίπλα στην στάση του Μετρό, απελπισία στα βλέμματα με τ΄απλωμένα χέρια, απόγνωση, «κάτι να φάω», «σας παρακαλώ», «φίλε μισό ευρώ». Κατεβάζεις το βλέμμα και προχωράς ή σταματάς μ΄έναν βαθυ αναστεναγμό και βγάζεις τα ψιλά σου. Μια τυρόπιττα, μια ενίσχυση να βγεί η δόση, δεν ξέρεις, τα ναύλα να φτάσει μέχρι κάπου όπου έχει γνωστούς και ελπίζει, «μήπως». Είναι πιά τόσοι πολλοί, σου θυμίζουνε κάτι οικείο, κάτι που έρχεται απο πολύ βαθειά και πολύ μακρυά, φτώχεια, πείνα, ανέχεια, μοναξιά, πόνος, αγωνας επιβίωσης με νύχια και με δόντια. Στρατιές «ηττημένων» στη μάχη της καθημερινότητας.


Στα αστυνομικά τμήματα στοιβαγμενοι, κλεφτρόνια, αλήτες, βαποράκια, τζάνκια, διεστραμμένοι, επαγγελματίες και ερασιτέχνες του πεζοδρομίου, όλοι βρώμικοι, όλοι άπλυτοι, όλοι μέσα στον κίνδυνο της μολυσματικής πληγής που θα κακοφορμίσει και θα τούς στείλει αδιάβαστους. Και τι να κάνει το κράτος, τι να κάνουν οι φιλάνθρωποι, τι να κάνουν οι κυβερνήσεις, τι να κάνουν τα νοσοκομεία που δεν έχουνε πιά ούτε τα απαραίτητα.


Τίποτα – πολύ απλά, αν είσαι «ξένος», στον τόπο σου ή αλλου, απο λάθη που έχεις κάνει ή απο ατυχίες για τις οποίες δεν φταίς, αν είσαι «ξένος» και φτωχός, είσαι κομμάτι αυτής της καινούργιας κοινωνίας των «Αθλίων» που περιφέρεται στην Αθήνα (και σε όλες τις μεγάλεις πόλεις της Ελλάδας φαντάζομαι) όλη μέρα και όλη νύχτα μπροστά στα μάτια ολωνών μας, κατάκοπη, σκυφτή, απελισμένη, αδιέξοδη. Και κάθε μερα που περνάει πληθαίνει αυτή η «κοινωνία των Αθλίων» και υποδέχεται άλλον έναν μετανάστη που έχει πουλήσει το ένα του νεφρό για να φτάσει μέχρι τη Σοφοκλέους, άλλον έναν αποφυλακισμένο που πρέπει να «ενταχθεί» και να γίνει «κανονικός», («σαν εμάς» δηλαδή), χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς ένα στρώμα να ξαπλώσει, μια βρύση κι΄ενα σαπούνι να πλυθεί. Αλλο έναν «εθισμένο», αλλον έναν «εξαρτημένο», αλλον έναν «αδύναμο άνθρωπο» που δεν μπορεί μονάχος του να τα βγάλει πέρα γιατί είναι πολύ γέρος ή πολύ μωρό, η πολύ παιδί ακόμα στο μυαλό, «ανίκανος να επιβιώσει», «αχρηστος», που δεν παιρνει στροφές το μυαλό του να πάει να βρεί μια άκρη να αρπαχτεί απο αυτήν, όπως κάνουμε όλοι εμείς οι «επαρκώς εξοπλισμένοι» με τα έναν ή τον άλλον τρόπο. Και σκουντουφλιόμαστε, εμείς οι ενταγμένοι, με τους άλλους τους ανένταχτους, και δεν ξέρεις πιά ποιοί είναι οι πιό πολλοί, ούτε πώς θα μπορέσουμε εμείς οι ενταγμένοι να κάνουμε κάτι για τους άλλους τους ανένταχτους – αφού νοιώθουμε ήδη τεράστια ανασφάλεια για τη δική μας «σιγουριά», για τα δικά μας «κεκτημένα», τις διακοπές μας, τον μικρό μας κήπο στο εξοχικό που τόσες δεκαετίες πλυμμήριζε πολύχρωμα λουλούδια και ευωδιές την άνοιξη και τώρα, τέτοια εποχή, ακόμα περισσότερο. Θέλουνε περιποίηση και τα φυτά, θέλουνε λίπασμα, θέλουνε κλάδεμα, θέλουνε ξεχορτάριασμα, φροντίδα, αγάπη, έξοδα. Απο το υστέρημά μας συντηρούμε οι περισότεροι ένα περιβολάκι για την ψυχή μας να μπορεί ν’ άνασαίνει, είτε το λές αυτό «αγάπη για το βιβλίο» ή «για την μουσική», τίς παραστάσεις, τα ταξίδια, την γυμναστική, την φυσική διατροφή, την ενημέρωση, τον έρωτα, την κοινωνική ζωή, ένα ωραίο ρουχαλάκι, παιχνίδια για τα παιδιά, το όνειρο μιάς οικονομικής αναβάθμισης, ένα καλύτερο σπίτι, ένα καλύτερο αυτοκίνητο, ένα καλύτερο αύριο.


Μάρτυς μου ο Θεός ελπίζω να κάνω λάθος και οι εκτιμήσεις μου να είναι αβάσιμες, αυτό που βλέπουνε όμως τα μάτια μου είναι όλο και περισσότερους «αθλίους», όλο και περισσότερους «ανένταχτους» που δεν μπορεί, (στ΄αλήθεια δεν μπορεί), η κοινωνία μας να απορροφήσει - και τούς αφήνει απ΄έξω. Ολόκληρες πολυκατοικίες έχουν καταληφθεί απο την νέα αυτή κοινωνία, πολυκατοικίες κουφάρια, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς νερό, μολυσματικές εστίες για την γειτονιά, «επικίνδυνες πολυκατοικίες». «Καταλήψεις» και άλλα κτίρια παλιά, μισογκρεμισμένα ή πάρκα ολόκληρα. Η ομάδα εργασίας που συστάθηκε απο τους κ.κ. Χρυσοχοϊδη και Βούγια για να εξετάσει κατ΄αρχήν το πρόβλημα, κατέληξε σε κάποια συμπεράσματα και κάποιες προτάσεις. Οπως όμως ήδη «επισημαίνεται στο πόρισμα», τα προβλήματα της κοινωνίας αυτής των «Αθλίων» που ζεί, παράλληλα με μας, στην ίδια πόλη, μιαν εντελώς διαφορετική και πάρα πολύ σκληρή ζωή, κυριολεκτικά αβάσταχτη, «οδηγούν στη δημιουργία ενός υποβαθμισμένου και εγκληματογόνου περιβάλλοντος, που έχει ήδη λάβει διαστάσεις ανθρωπιστικής κρίσης, ενώ ευνοεί ξενοφοβικές και ρατσιστικές αντιλήψεις».


Δεν έχω λύσεις, απλώς βλέπω το πρόβλημα να διογκώνεται καθημερινά και ανησυχώ. Στεναχωριέμαι πολύ συνεχώς πέφτοντας πάνω στον συνάνθρωπο που βιώνει την απελπισία ως καθημερινότητα και απο την άλλη παλεύω να διατηρήσω το χαμόγελό μου και να μην ξεχάσω να ποτίσω το κηπάκι μου γιατί δεν θα βοηθήσει σε τίποτα αν ξεραθεί και αυτό. Ζω έτσι, σαν πολίτης της σύγχρονης Αθήνας, έναν βαθύ διχασμό – και δεν «κοιμάμαι ήσυχος». Και θέλω, πραγματικά να πιστέψω αυτό που δήλωσε ο Πρωθυπουργός στον Πόρο, μετά το «Συνέδριο της Σύμης». «Σύντομα η Ελλάδα θα είναι μια χώρα πολύ πιο δίκαιη και οι πολίτες της πιο ευτυχισμένοι», είπε.

Μακάρι να είναι έτσι. «Απο το στόμα του και στου Θεού το αυτί», εύχομαι απο καρδιάς, γιατί, κακά τα ψέμματα – κι΄εγω σ΄ένα θαύμα ελπίζω πιά, όπως φαντάζομαι και ο ΓΑΠ, αφού εκφράζεται τόσο αισιόδοξα. Και το περιμένω αυτό το θαύμα με ανοιχτή αγκαλιά για να μπορώ να ποτίζω το προσωπικό μου κηπάκι δίχως τύψεις, ομορφαίνοντας τον κόσμο μου χωρίς να τον φορτώνω ενοχές για όλη αυτή τη δυστυχία που ξεχειλίζει γύρω μας – ορατή πιά απο όλους σχεδόν τους, έστω και ελάχιστα ευαίσθητους, «ανοιχτούς» οφθαλμούς.






Δεν υπάρχουν σχόλια: