Της ΕΛΕΝΑΣ ΑΚΡΙΤΑ ΝΕΑ
ΕΙΝΑΙ ΚΙ αυτό το μεταίχμιο («μεχμέτιο» που έλεγε και μια ψυχή) ανάμεσα στο «κάτι» και στο «τίποτα»: μπήκαμε στον Ιούλιο κι ο καιρός δεν λέει ν΄ αποφασίσει τι θα γίνει όταν μεγαλώσει.
Χειμώνας ή καλοκαίρι; Καύσωνας ή ψοφόκρυο; Κουφόβραση ή πέφτουν της βροχής οι στάλες κι εγώ κάθομαι στις σκάλες; Να φωνάξω τον συντηρητή των κλιματιστικών ή να σκαρφαλώσω στα πατάρια για την.. έξτρα κουβέρτα; Να πάθω γρίπη των λεγεωναρίων ή γρίπη των χοίρων;
Και δεν είναι να πεις, «τρελάθηκε η φύση»! Η φύση (και ο Βιβάλντι) μια χαρά τακτοποιημένες τις είχε τις τέσσερις εποχές. Εμείς την τρελάναμε, εμείς την ξεκάναμε, εμείς την αποτελειώσαμε. Εμείς- που το μόνο που μάθαμε να ανακυκλώνουμε είναι η ηλιθιότητά μας!
Είπα «ηλιθιότητα»: Πολλοί ηλίθιοι μαζευτήκαμε, αδελφάκι μου. Ηρθε κι έπεσε overdose στον πλανήτη. Πώς να τα βγάλει κι αυτός ο καψερός πέρα, όταν έχει ν΄ αντιμετωπίσει ένα ΙQ-12; Σίγουρα, τα μικρά πράσινα ανθρωπάκια που μας βλέπουν από κει ψηλά έχουν αλλάξει συκώτι- αν έχουν συκώτι- απ΄ το γέλιο; Γιατί δεν μας κάνουν επίσκεψη; Δεν έχουν τα μεταφορικά μέσα; Ή απλώς, μας βαριούνται θανάσιμα;
Είπα «βαριούνται»: Εχει βαρεμάρα ή εγώ βαριέμαι; Τα χρόνια περνάνε σαν φτερό, οι ώρες δεν περνάνε με τίποτα! Είναι νορμάλ αυτό τώρα; Για να πάει η ώρα από 7 σε 8, μεσολαβεί ένας αιώνας. Για να γίνεις από 18 χρονών, 28 μεσολαβεί ένα δευτερόλεπτο... Σέρνονται οι στιγμές σαν τις σαύρες στο χώμα... Και πόση τηλεόραση να δεις πια; Οσο ζάπινγκ και να κάνεις στο ίδιο ΔΝΤ θα πέσεις!
Είπα «ΔΝΤ»: Ολοι πεινάνε, όλοι χρεοκοπούν εκτός από τους ενεχυροδανειστές. Αυτοί πλέον έχουν χτιστεί ζωντανοί στα ασήμια και τα μαλάματα. Κοσμήματα, αντικείμενα, ενθύμια ακριβά κι αγαπημένα. Μέχρι τις βέρες βγάζουν απ΄ το δάχτυλο... Μέχρι χρυσά δόντια ξεκολλάνε απ΄ το στόμα τους... Ενας κόσμος σε απόγνωση παζαρεύει τις αναμνήσεις του, για ένα 10ευρο παζαρεύουν. Εκεί φτάσαμε...
Κι έχουμε δρόμο ακόμα... Ο αφέτης μόλις πυροβόλησε στον αέρα... Η μοναξιά του δρομέα μακρινών αποστάσεων μόλις ξεκίνησε... Κι είμαστε και με άδειο στομάχι...
Και καλά να κάνεις το σκατό σου παξιμάδι:
Πώς το τρως μετά, μου λες;
Είπα «παξιμάδι»: Παξιμάδι με χόρτα πρωίμεσημέρι- βράδυ είναι η καινούργια δίαιτα.
Αντρες και γυναίκες- ως χαρωπές χωριατοπούλες- εκδράμουν σε βουνά και σε ραχούλες, προκειμένου να γεμίσουν χόρτα το καλαθάκι. Με καλαθάκι αδειανό και στην καρδιά θλιμμένο, ένα φτωχούλι ορφανό πεινάει το καημένο. Ηρθαν κι έγιναν οι λόγγοι η χαρά της οστεοπόρωσης. Κάθε βλίτο κι ένα κρακ. «Κρακ κρακ τα σήμαντρα της εκκλησίας, κρακ κρακ ο αντίλαλος της ερημιάς» για να πληρώσει τη νύφη και ο εθνικός μας Σολωμός.
Είπα «σολωμός». Τι απέγινε, άραγε, αυτή η ψυχή; Θυμάσαι που είχαμε φάει έναν προ ΔΝΤ; Καλά που τον βγάλαμε φωτογραφία να τον κρεμάσουμε δίπλα στο απολυτήριο του παιδιού! Πάει τώρα κι αυτός, χάθηκε: από καπνιστός Νορβηγός, έγινες ιπτάμενος Ολλανδός! Να ζούμε να τον θυμόμαστε!
Είπα «θυμόμαστε». Θυμάσαι, βρε, κάποτε που περνάγαμε καλά; Που πηγαίναμε σινεμά και ταβερνάκι;
Θυμάσαι τις διακοπές στα νησιά;
Θυμάσαι τα «μουσκεμένα χιλιόμετρα» με το αμάξι- τότε που δεν υπολογίζαμε βενζίνες και οκτάνια; Θυμάσαι το καινούργιο παπούτσι που έδενε με τον καινούργιο φόρεμα; Θυμάσαι τότε που το οικογενειακό έσοδο ονομαζόταν «μισθός» κι όχι «φιλοδώρημα». Θυμάσαι, βρε, που περνάγαμε καλά; Που γελάγαμε πολύ;
Θυμάσαι;
Είπα «θυμάμαι», αλλά ξέχασα τι έπρεπε να θυμηθώ. Τα έχω απωθήσει όλα αυτά. Κι ας εμμένουν... Κι ας επιμένουν... Κι ας ελλοχεύουν πεισματικά εκεί... πίσω στην άκρη του μυαλού... Του θολωμένου μου μυαλού...
Αχ, Ακη Πάνου, μέγιστε- τα είπες όλα κι έφυγες: «Στο θολωμένο μου μυαλό, ο κόσμος είναι μια σταλιά, κάτι σκιές απ΄ τα παλιά και κάποιο πάθος μου τρελό... Το θολωμένο μου μυαλό, μ΄ έχει προδώσει προ πολλού, του λέω αλλού και τρέχει αλλού, με κάνει και παραμιλώ»...
Το θολωμένο μου μυαλό...
Κυριακή 4 Ιουλίου 2010
»Στο θολωμενο μου μυαλο...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου