του Δημήτρη Καμπουράκη protagon.gr
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, στο βιβλίο του «Ο Στρατηγός μεσ’ τον λαβύρινθο του» περιγράφει μια εκπληκτική σκηνή απόλυτη λαγνείας.
Ο στρατηγός Μπολιβάρ, επιστρέφοντας κουρασμένος από μια πολύνεκρη μάχη, βρίσκει μέσα στο δωμάτιο του μια δεκαπεντάχρονη μιγάδα παρθένα, να τον περιμένει ξαπλωμένη γυμνή στην αιώρα του. Ήταν δώρο των αντρών του, για να..
ξεφύγει λίγο ο στρατηγός τους από την φρίκη της φονικής μάχης. Το κορίτσι θα πρέπει να ήταν εκεί μέσα για ώρες, διότι περιμένοντας τον είχε αποκοιμηθεί. Ο μεγαλύτερος επαναστάτης της Λατινικής Αμερικής, παρατηρεί σιωπηλός το πανέμορφο εφηβικό πρόσωπο και το άγουρο ανέγγιχτο κορμί, προσπαθώντας να σταθμίσει τα συναισθήματα του. Μετά από πολλή ώρα σκέψης μέσα στην απόλυτη σιωπή, ο Μπολιβάρ συνειδητοποιεί ότι και τούτο το αθώο πλάσμα αποτελεί κομμάτι του κόσμου που μισεί. Είναι ένα ταπεινό λάφυρο βγαλμένο από τον κόσμο που αντιπαλεύει, όχι ένα περήφανο τρόπαιο φερμένο από τον κόσμο που ονειρεύεται. Αυτή η παρθενική γυμνή ομορφιά που του προσφερόταν, δεν ήταν παρά μια ακόμα καμουφλαρισμένη ασχήμια. Καταλαβαίνει ότι η συνεύρεση με τη μικρή θα μπορούσε να χαλαρώσει το καταπονημένο κορμί του, όμως θα επιβάρυνε θανάσιμα την ήδη βαθύτατα κουρασμένη ψυχή του. Και η πραγματική κούραση του δεν προέρχεται από τη λυσσασμένη αιματηρή μάχη που δίνει ενάντια στον άδικο κόσμο που τον περικυκλώνει. Προέρχεται πρωτίστως από τη συνειδητοποίηση –μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια πολέμου- της ματαιότητας του αγώνα του, καθώς οι κοινωνίες αλλάζουν αλλά οι άνθρωποι όχι. Πηγάζει από την βεβαιότητα του ότι η επανάσταση μοιάζει μ’ ένα αέναο όργωμα της θάλασσας. Το αυλάκι κλείνει στις φτέρνες του ονειροπόλου που παλεύει πάνω στο αλέτρι. Όμως, στον απελπισμένο μετεωρισμό της ανάμεσα στον κόσμο που μισούσε και στον κόσμο που ήθελε μα δεν υπήρχε, η τυραννισμένη ψυχή του επαναστάτη αποζητούσε μια στιγμιαία λύτρωση. Κι έπρεπε να τη βρει εκείνη την ώρα μέσα σε κείνο το δωμάτιο, δεν είχε άλλη επιλογή.
Με μια τρελή μανία στο βλέμμα, ο στρατηγός αρπάζει με το πελώριο σκληρό του χέρι ένα ξυράφι και με το άλλο κλείνει το στόμα της μικρούλας. Αυτή ξυπνά μέσα στον απόλυτο τρόμο, σίγουρη ότι πεθαίνει. Και τότε, ο απελπισμένος επαναστάτης αρχίζει με αργές τρυφερές κινήσεις να ξυρίζει τη μικρή, σ’ όλο της το κορμί, σε κάθε του εκατοστό, από την κορυφή του κεφαλιού μέχρι την άκρη των νυχιών. Κι όταν τελειώνει, απομακρύνεται από κοντά της και την παρατηρεί ώρα πολλή. Μπροστά του βρισκόταν ένα αλλόκοτο λείο πλάσμα, χωρίς μαλλιά, φρύδια, εφηβαίο, χωρίς ούτε μια υποψία τρίχας ή χνουδιού πάνω του, μοναδικό σε τούτη την πλάση. Τότε γδύνεται και ξαπλώνει μαζί της στην αιώρα, για να ταξιδέψουν παρέα πάνω από βουνά και πεδιάδες, κατά μήκος προϊστορικών μονοπατιών που φθάνουν σε αρχαίες πολιτείες, πάνω από λασπόσπιτα και παραγκουπόλεις, πάνω από φρικτές μάχες και ειρηνικές γιορτές. Σαν πουλιά που άξιζαν μια πτήση απόλυτης ελευθερίας.
Γιατί ο στρατηγός, είχε αποκαλύψει με το ξυράφι του μια δεύτερη γύμνια κάτω από τη γύμνια της, μια άσπιλη γύμνια κάτω από τη βρώμικη γύμνια, μια εντελώς δική του γύμνια, που μπορούσε να αγαπήσει. Έστω για μια βραδιά, αφού ήδη την ώρα που οι δυο τους ταξίδευαν μέσα σ’ έναν παράφωρο ερωτικό παροξυσμό, κάτω από το δέρμα της μικρής, τα χνούδια και οι μαύρες τρίχες συσπειρωνόντουσαν σαν αλώβητα ιχαμερά ερπετά, για να ξαναπεταχτούν έξω και να ξανακάνουν τον κόσμο όπως ήταν πριν…
Μπάρες κέικ καρότου
Πριν από 6 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου