Τρίτη 20 Απριλίου 2010

»Κυριε Βγενοπουλε, απελπιστικα διαθεσιμη.

της Ρέας Βιτάλη protagon.gr

Στις παλιές Αθηναϊκές πολυκατοικίες υπήρχε και το δωμάτιο υπηρεσίας. Ένα στενάχωρο δωμάτιο που έβλεπε στο φωταγωγό. Το ντέρτι της μιας «κοπέλας» έδενε με το ντέρτι της απέναντι. Ένα μακρόσυρτο «ωχχχχ μανούλα μου» που έβγαινε στο σιδέρωμα του γιακά και ανακατεύονταν με τα παράσιτα του ραδιοφώνου στα «τραγούδια της Μίνος». Η δικαίωση έρχονταν μόνο μέσα από τα σινερομάντζα του Ντομινό. Δικαίωση εξ αγχιστείας.

Στο συγκεκριμένο δωμάτιο περνούσα ώρες, έστω κι αν η.. μάνα μου φώναζε «απ΄ ολόκληρο σπίτι εδώ βρήκες να καθίσεις; Βγες έξω γρήγορα!». Όμως εμένα μ΄ άρεσε ν΄ ακούω ιστορίες. Πάντα ας πούμε «έπαιζε» ένας παλιός ανεκπλήρωτος έρωτας και ένας πρόσφατος βασανισμένος. Γραμμάτια ενός σπιτιού που περίμενε τη γαμήλια στέψη και μια στέψη που μονίμως αναβάλλονταν. Αισθήματα μπεσαλίδικα αλλά στον έρωτα μπαμπέσικα. Απολύτως χρηστικά.

Όνειρα που έβγαιναν στο φως ίσα για να λιαστούν. Άντε καμιά ώρα την ημέρα! Λες και δεν δικαιούνταν ηλιοφάνεια. Πολλές φορές είχα αναρωτηθεί αν αυτοί οι έρωτες τους τύχαιναν ή αν τους επέλεγαν. Γιατί βαθιά στα μάτια τους πάντα διέκρινα μια σπίθα ηδονής για το αναξιοπρεπές του πράγματος. Όσο πιο πολύ βασανίζονταν, τόσο βουρλίζονταν οι καρδιές τους. Όσο τις παίδευαν τόσο περισσότερο γούσταραν. Όσο τις χτύπαγαν τόσο σέρνονταν στα πόδια τους. Κι ενώ όλη η βδομάδα μούστωνε στο αχ και στο βαχ, μόλις έφτανε η έξοδος της Κυριακής ξύριζαν τη γάμπα και έτρεχαν να τον βρούνε. Να καθίσουν στο μηχανάκι πλαγίως και να πέσουν τα υπονοούμενα για το γάμο επίσης πλαγίως. Και άρχιζε νέος κύκλος υποσχέσεων και αναθερμάνσεων που κατέληγαν θαρρείς μονότονα στο «αφού σ΄αγαπάω ρε χαζό!». Κι άνοιγαν τα πόδια εκ νέου στην ελπίδα! Σε αοριστίες του κερατά που έφταναν μέχρι την επόμενη έξοδο...

Γιατί μου ήρθαν όλα αυτά στο μυαλό; Ξέρω και γω; Μόλις γύρισα από ένα ωραίο ταξίδι .Είδα τον κόσμο από άλλη κάμερα, πήρα ανάσα, γύρισα σχεδόν με φόρα ώσπου…Άτσαλο το φρενάρισμα στα πάτρια. Γιατί δυστυχώς νιώθω να μπαίνω ξανά σε κείνο το «δωμάτιο υπηρεσίας» της παιδικής μου ηλικίας. Και μπλέκομαι εκ νέου σε έναν κόσμο ασφυκτικό, αναξιοπρεπή, ανειλικρινή, μίζερο, θλιβερό. Έναν κόσμο τζούφιων υποσχέσεων όπως ήταν αυτός, των υπηρετριών. Που όσο τις υποτιμούσαν τόσο το πάλευαν. Κολλημένες σε λέξεις πεταμένες σαν ροχάλες. Και μια απειλή ανείπωτη που αιωρούνταν βάναυσα και πρόστυχα και καθόριζε τα πράγματα… «Και που αλλού να πας μωρή!».

Γαμώτο! Αυτή η εικόνα είναι η αναπαράσταση της πατρίδας μου. «Βγες έξω γρήγορα!»… (και που να πάω;)


Υ.Γ1. κ. Βγενόπουλε με πετάτε λίγο παρακάτω; Έτσι όπως κατάντησα είμαι απελπιστικά διαθέσιμη.




Δεν υπάρχουν σχόλια: