Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

»Στην ακρη της Κολασης

Από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Ο Σαρλ Μπωντλαίρ, που γεννήθηκε στο Παρίσι το 1821 και πρόλαβε να ζήσει μόνο μέχρι τα 46 του χρόνια, συνέδεσε τον εαυτό του με την πιο καθοριστική στιγμή της νεωτερικότητας στην ιστορία της ευρωπαϊκής ποίησης. Δημοσιεύοντας εν έτει 1857 τα «Ανθη του κακού» («Fleurs du mal»), ο Μπωντλαίρ τινάζει στον αέρα, όχι μόνο την παράδοση, αλλά και οτιδήποτε γίνεται αποδεκτό στα μέσα του 19ου αιώνα ως πολιτική, κοινωνική, ηθική και θρησκευτική αξία. Ο ποιητής δημοσιεύει κατά τη διάρκεια της σύντομης όσο και άκρως... περιπετειώδους ζωής του κι άλλα πράγματα: πριν από τα «Ανθη του κακού» κυκλοφορεί η νουβέλα του «Η Φανφαρλό» (1847), ενώ λίγο μετά την έκδοσή τους τυπώνονται τα δοκίμιά του «Οι τεχνητοί παράδεισοι» (1860), που αναδεικνύουν τις κριτικές, τεχνοκριτικές και μουσικοκριτικές του επιδόσεις, όπως και η συλλογή του «Μικρά πεζά ποιήματα» (1862), που θυμίζει πως ο εμπνευστής της είναι, μεταξύ άλλων, και ο εισηγητής ενός καινούργιου, όπως και αδιανόητου για την εποχή του λογοτεχνικού είδους: της πολυχρησιμοποιημένης και πολυφορεμένης στις ημέρες μας ποιητικής πρόζας, που θα γνωρίσει στη γραφίδα του ορισμένες από τις ευτυχέστερες ώρες της. Ας μην ξεχνάμε ακόμη πως ενόσω κυοφορεί τα «Ανθη του κακού», ο Μπωντλαίρ αρχίζει να μεταφράζει με τρομακτική προθυμία και θέρμη (προθυμία και θέρμη που θα σπεύσει να υιοθετήσει λίγο αργότερα και ο Μαλαρμέ) ποιήματα και διηγήματα του Εντγκαρ Αλαν Πόε, προσπαθώντας να καλύψει όλο το κενό αναγνώρισης, το οποίο του λείπει στις ΗΠΑ, με την πάση θυσία καθιέρωσή του στη Γαλλία.

Η ποιητική του εκτυφλωτικού χάους

Μεταφράσεις, ποιητικά πεζά, κριτικές και πρόζα ωχριούν μπροστά στο μέγεθος της έκρηξης την οποία θα προκαλέσουν, από την πρώτη κιόλας ημέρα της κυκλοφορίας τους, τα «Ανθη του κακού». Τα πάντα θα γκρεμιστούν εδώ σε ένα εκτυφλωτικό χάος: η τάξη και η ευνομία των αστών, τα υψηλά αισθήματα και τα πολιτικά ιδανικά των ρομαντικών, οι ηθικές απαγορεύσεις των χριστιανών, οι γλωσσικές σεμνοτυφίες και οι πολυπληθείς συμβάσεις των ποιητών (παλαιοτέρων, αλλά και συγχρόνων). Ο Μπωντλαίρ θα τιμήσει τον στίχο του με την επίμονη προβολή της παρακμής, του άκρατου ερωτισμού και της υψηλής δαιμονολογίας (ο Σατανάς απαντά στην απόσυρση του θείου ως προδομένος θεός και ως πρίγκιπας της εξορίας), θα εξυμνήσει την τρέλα των παραισθητικών ουσιών, θα αποθεώσει τη βία, θα λατρέψει τη δύναμη του σκοταδιού και της Κόλασης, θα ταυτίσει την αγριότητα της έκφρασης με την επίτευξη του ωραίου (ή, έστω, με το κυνήγι της «ουράνιας ομορφιάς», όπως θα το έλεγε ο Πόε), θα υποκλιθεί μπροστά στον θάνατο, θα διακηρύξει στα πέρατα της οικουμένης τη χαρά της λησμονιάς και της παραίτησης και θα δαφνοστεφανώσει ως αγαπημένη του μούσα την πλήξη (η ακηδία του spleen, που μεταπίπτει σε οδυνηρά κερδισμένη αθανασία).

Ο ποιητής ξέρει πως ο κόσμος τον οποίο φτιάχνει με τα «Ανθη του κακού» δεν ανήκει στη φύση και δεν αντανακλά κάποια προαιώνια κατάσταση του ανθρώπου: ο κόσμος του αποτελεί ένα πέρα για πέρα κατασκευασμένο και τεχνητό σύμπαν, αποκαλύπτοντας τον σκληρό πυρήνα της νεωτερικότητας, στο εσωτερικό της οποίας θα πάρουν το πάνω χέρι ο σαρκασμός και η ειρωνεία και θα αρπάξουν φωτιά το όνειρο, το εξεζητημένο και η φαντασία. Σ' ένα τέτοιο πλαίσιο, η ποίηση θα κληθεί, όχι μόνο να επαναστατήσει ενάντια στη θεσπισμένη ταυτότητά της, αλλά και να ξεθεμελιώσει τον κοινωνικοπολιτικό της περίγυρο (ο Μπωντλαίρ θα βρεθεί στα οδοφράγματα του 1848), σε μια τροχιά διαρκούς ανατροπής και αναστάτωσης.

Αδιάπτωτη αιχμηρότητα

Τα «Ανθη του κακού» είναι πιθανόν να είναι πολλά: «υπέρτατη μυθοπλασία» (όπως θα το ήθελε ο Ουάλας Στίβενς) και ακατάλυτος λογοτεχνικός πυλώνας (όπως θα το προτιμούσε ο Τζορτζ Στάινερ), κορυφαία εκδήλωση του δανδισμού (με την πομπώδη περιφρόνηση για την πνευματική και κοινωνική αγωγή του πλήθους), ρομαντική πρωτοπορία (με τη βαριά μέθη από τις εισπνοές της φρίκης) ή πρωτογενής χριστιανισμός (η απέχθεια για την αδυναμία των άλλων να υπερβούν το εγώ τους και να διακρίνουν το καλό δεν αποκλείεται να οδηγεί σε μιαν ελεύθερη, απαλλαγμένη από τον οιονδήποτε προκαθορισμό θρησκευτική αναζήτηση, όπως προσφυώς σπεύδει να σημειώσει ο Τ. Σ. Ελιοτ). Ο,τι κι αν είναι εντέλει τα «Ανθη του κακού», εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι πως η πυκνότητα και η αιχμηρότητά τους παραμένουν στο ακέραιο μέχρι και σήμερα. Αυτό αποδεικνύει αμέσως, ακόμη και με ένα πρώτο ξεφύλλισμα, η μετάφραση των απαγορευμένων ποιημάτων του βιβλίου από τον Ερρίκο Σοφρά στην πρόσφατη, καθ' όλα προσεγμένη, δίγλωσση (ελληνικά και γαλλικά), με σκληρό εξώφυλλο, έκδοση του «Μεταίχμιου», που συνοδεύεται από τα αξιέραστα σχέδια του ολλανδού εικαστικού Πατ Αντρέα.

Τι ακριβώς, όμως, σημαίνει «απαγορευμένα ποιήματα»; Οταν το 1857 κυκλοφορούν για πρώτη φορά τα «Ανθη του κακού», τα δικαστήρια καταδικάζουν τον ποιητή και τους εκδότες του, επιβάλλουν αυστηρές χρηματικές ποινές και απαγορεύουν έξι ποιήματα («Λέσβος», «Κολασμένες γυναίκες - Δελφίνη και Ιππολύτη», «Η Λήθη», «Σε κάποια πολύ πρόσχαρη», «Τα Κοσμήματα», «Οι μεταμορφώσεις της Λάμνιας»), τα οποία θα χρειαστούν σχεδόν μία εκατονταετία για να ξαναδούν το φως της δημοσιότητας (το 1949 γίνεται αναθεώρηση της δίκης). Αυτά είναι τα ποιήματα τα οποία μεταφράζει ο Σοφράς, τηρώντας τη φόρμα και τον ρυθμό της ομοιοκαταληξίας του πρωτοτύπου και πετυχαίνοντας μιαν ολόχυμη, πολύ ζωντανή και ιδιαίτερα εκφραστική απόδοση, που περιλαμβάνει και το σονέτο «Επιγραφή σ' ένα βιβλίο καταδικασμένο», το οποίο έγραψε ο Μπωντλαίρ ως εισαγωγικό στην τρίτη έκδοση των «Fleurs du mal», το 1868 (δεν πρόλαβε να τη δει τυπωμένη):

Ειρηνικέ αναγνώστη, φυσιολάτρη,

αυτό το βέβηλο, πικρό βιβλίο

το λέω της μελαγχολίας μνημείο.

Ανθρωπε του καλού, άσ' το στην άκρη.

Ρητορική αν δεν πήγες να σπουδάσεις

στου Σατανά το σκοτεινό σχολείο,

δε θα αντιληφθείς ούτε σημείο,

μπορεί και υστερικό να με ονομάσεις.

Αν, δίχως να χαθείς στη γοητεία,

την άβυσσο κοιτάζεις με ηρεμία,

έλα και διάβασε κι αγάπησέ με·

παράξενη ψυχή, που αναστενάζεις

και στον παράδεισο ψάχνεις να φτάσεις,

λυπήσου με!... Αλλιώς, σε καταριέμαι!

Τα απαγορευμένα ποιήματα αναπαράγουν τα «Άνθη του κακού» ως απολύτως χαρακτηριστική επιτομή τους. Η ηδονή χωρίς άμφια και μακριά από περιφράξεις και κάγκελα, η θανατοφιλία, η παγιδευμένη στην άναστρη νύχτα ύπαρξη, η αγάπη για το διακοσμητικό και το επινοημένο, η υπερδιέγερση του φαντασιακού, το όραμα του απραγματοποίητου, η ανείπωτη έξαρση της σάρκας, το μίσος για την επανάληψη και την κοινοτοπία, ο ριζοσπαστικός (καλλιτεχνικός και πολιτικός) ρόλος της ποίησης και η ευεργετική επίδραση της λήθης δίνουν το «παρών» σε κάθε στίχο και στροφή των απαγορευμένων ποιημάτων και εξακολουθούν να συγκλονίζουν την καρδιά και να αιφνιδιάζουν τις αισθήσεις μας, έστω κι αν ετοιμαζόμαστε να κλείσουμε την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα - ενός αιώνα ο οποίος επιστρέφει ποικιλοτρόπως σε αλλοιώσεις και ακυρώσεις που μέχρι πρότινος λογαριάζαμε οριστικά ξεπερασμένες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: