Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

»Εμεις, του ’60 (και του ’70) οι εκδρομεις…

Νικόλ Λειβαδάρη ellispoint

Γεννηθήκαμε δίχως …κατοχή και δίχως πείνα, χωρίς ρετσίνα, που θα ΄λεγε κι ο Τζιμάκος. Γεννηθήκαμε στη σκόνη κάπου ανάμεσα στη χούντα και τη μεταπολίτευση.
Μεγαλώσαμε με δανεικά απ’΄το Πολυτεχνείο και με T-shirt που έγραφε Τσε Γκεβάρα. Μόλις πέρασε μπροστά μας το τρένο της Αλλαγής σαλτάραμε με φόρα, κι είπαμε όπου βγάλει. Μέχρι που τρακάραμε πάνω στο πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα Σημίτη, διότι –κοίτα να δεις – είχε κι ο Τρίτος Δρόμος τελικά …δημοσιονομικά προβλήματα.
Είμασταν πολύ νέοι όμως, το ξεπεράσαμε γρήγορα. Βγάλαμε όλο το άχτι της αξόδευτης αντίστασης και των, ακόμη πιο ...αξόδευτων οραμάτων μας, στην τριετία Μητσοτάκη και δοξάσαμε το Θεό που επιβιώσαμε του θρίλερ. Κι όταν μας ξανάκλεισε το μάτι ο Ανδρέας, δεν είπαμε όχι. Αφήσαμε οριστικά στην άκρη τον Μπακούνιν και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ κι είπαμε ότι και η Αριστερά δικαιούται να εξελίσσεται – και να κάνει και καριέρα επίσης. Τότε ήταν που βάλαμε και σακάκι και πιάσαμε, για τα καλά, δουλειά.

Θολώσαμε λίγο – έως που χάσαμε το μπούσουλα, δηλαδή – εκεί, το ’96, με το Σημίτη. Τότε που περιέγραφε τη «νέα Αριστερά» να περνά μέσα από «χαμηλά ελλείμματα» και «διατηρήσιμη ανάπτυξη». Σχεδόν μας έπεισε. Τότε ήταν που, εκτός απ’ το σακάκι βάλαμε και γραβάτα, πήραμε και προαγωγή κι αρχίσαμε να διαβάζουμε και Financial Times. Μέχρι το 2004 το είχαμε πάθει το ολοκληρωτικό βέρτιγκο: Κοιτάζαμε την Ολυμπιακή στέγη του Καλατράβα και το ‘χαμε πιστέψει ότι γίναμε η χώρα κι ο λαός της Επαγγελίας.

Ε, και μετά ήρθε ο Καραμανλής ο δεύτερος να μας γειώσει: Ούτε «νέα Δεξιά», ούτε «νέα Αριστερά» - ένας χαρωπός μεσαίος χυλός ήταν όλα. Αρκούσε η μεσαία θέση, στάση και αδράνεια και η Γη της Επαγγελίας θα συνέχιζε να γυρίζει γύρω μας από κεκτημένη ταχύτητα. Μόνον που απ’ την πολλή αδράνεια, στο τέλος μας πήρε ο ύπνος. Κι όταν ξυπνήσαμε, αφήστε τα, χάος και χαλασμός. Τα ‘χαμε χάσει όλα – απ’ τα σακάκια μέχρι και τα εσώρουχα…

Κατόπιν τούτου στον Παπανδρεου τον τρίτο επενδύσαμε απλώς ό,τι απέμεινε: Δυό-τρεις ειλικρινείς κουβέντες και την προσδοκία του αυτονόητου. Για να αντιληφθούμε λίαν συντόμως ότι στο εξής θα είμαστε απλά τυχεροί αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε – μέχρι βαθιά γεράματα. Η σύνταξη είναι πλέον όραμα για άλλες γενιές. Που δεν γεννήθηκαν, δε μεγάλωσαν και δεν έζησαν με δανεικά.

Δε βαριέστε, καλά να ‘μαστε να δουλεύουμε. Μέχρι να συναντηθούμε με τον επόμενο …αόρατο εχθρό, που θα ‘λεγε κι ο Τζιμάκος…


Νικόλ Λειβαδάρη

Δεν υπάρχουν σχόλια: