Απ' όλους τους Ηρακλείς που έχω δει, άλλος τον ταύρο να αρπάζει κι άλλος τις όρνιθες να τοξεύει,
απ' όλους τους άθλους, καθώς τους ιστορούν με αρχαϊκή ορμή τα αφιερωμένα στον Δία μάρμαρα της Ολυμπίας, εμένα απ' όταν μεγάλωσα κι έπηξε το μυαλό μου μ' άρεσε ένας άλλος Ηρακλής, κουρασμένος...
Καθηλωμένος σε άλλο άγαλμα, ογκώδης και ρωμαϊκών διαστάσεων ο ήρωας, γέρνει πάνω στο ρόπαλό του κουρασμένος από τους άθλους που τέλεψε, αλλά και σύννους, μάλλον θλιμμένος που ανεξιλέωτος (για τον αθλιότερο των φόνων) ούτε στη φωτιά που θα τον ανεβάσει στους ουρανούς θα βρει καθαρμό και λύτρωση
-μικρή η εκ των υστέρων παρηγοριά των..
. θεών
για τα παιχνίδια που παίζουν στους ανθρώπους
Στην Τροία μετά...
Στην Τροία μετά το φονικό, χρόνια μετά, -θυμάσαι- να χαϊδεύει ήσυχος ο άνεμος το απομεσήμερο τα άγρια στάχυα
που σκεπάζουν τα χέρσα χωράφια.
Λίγα μέτρα παρά θίν' αλός
κι όσο πας παραμέσα προς τη μεσογαία, απέραντες εκτάσεις από χρυσά στάχυα
-τόσον χρυσό πώς άφησαν πίσω τους χωρίς να διαγουμίσουν φεύγοντας οι Δαναοί -
όπως όμως άφησαν και τους σκοτωμένους· Δαναούς και Τρώες, τα κόκκαλά τους να ασπρίζουν μέσα στα σπαρτά των θεών,
τα άγρια στάχυα, μια και χέρι ανθρώπινο να σπέρνει δεν έμεινε στ' ανοιχτά της Τροίας
«με το σπαθί και το άροτρο»
πασχίζει στο Λάτιο τώρα ο Αινείας.
*****
Κι εμείς -θυμάσαι- δυο, τρεις που ξεμείναμε εκεί που τα κοίλα μαύρα πλοία των Αχαιών είχαν στήσει άστυ,
αγορά κι εκκλησία του λαού, στάχτη τώρα, σκόνη και μπούρμπερη, έφυγαν οι επιζήσαντες προς το νόστιμον ήμαρ -σπίτι, παιδιά, ο αργαλειός και οι αναμνήσεις γύρω απ' την εστία τα βράδια κι ύστερα στην κλίνη της γυναικός τους,
ενώ εδώ
στην Τροία μετά
μόνον οι σοροί των στρατιωτών που αμέλησαν οι ταγοί να κάψουν στις πυρές, ασπρίζουν σωροί τα κόκκαλα, ανάμεσα στα χρυσά στάχυα,
τόσο χρυσάφι και να το κατέχει μόνον ο άνεμος!
................................
Των ανδρών που τα μάτια τους είδαν το σκοτάδι κι έπεσαν εδώ κυνηγώντας το χρυσάφι του Ιλίου, μύρια τα ονόματα, άσε αυτόν που δεν
είδε ποτέ του το φως, στο μεγάλο του έπος να τα μνημειώσει
φάλαγγες οι λέξεις
και στοίχοι οι στίχοι, μια
Ιλιάδα ολόκληρη για μιαν Ελένη που εμείς δεν είδαμε ποτέ -ας είναι...
Δυο - τρεις, ο τρίτος δεν λογίζεται -μείναμε πίσω, σαν τον Φιλοκτήτη και τον Πρωτεσίλαο απ' την ανάποδη, κανείς δεν ξέρει γιατί
το θέλησαν έτσι οι θεοί·
του τρίτου σάλεψε ο νους -ευλογημένος- αλλά εμείς οι δυο, εγώ κι εσύ, θυμόμαστε ακόμα το όνομά μας κι ακόμα έχουμε ανάγκη τροφή, ύπνο, φωτιά, αστεία, αναμνήσεις, όμως
ξεμείναμε
ο κόσμος έτρεξε για αλλού καθώς το συνηθίζει, αλλά εμείς παγώσαμε εδώ σαν τα λιθάρια που απέμειναν απ' την τρανή Τροία, δικές μου
πια οι Σκαιές Πύλες, ορθάνοιχτες, άδειες και βουβές, δικός μου και ο μικρούλης σκελετός του Αστυάνακτα, ο πιο λευκός απ' όλους, σαν απ' το γάλα της μάνας του, ούτε αυτήν την πανώρια είδαμε ποτέ, όλοι τα έργα τους μας φόρτωσαν
κι έφυγαν.
Αλλοι για τον Αδη, άλλοι για τη θεοφύλαχτη Ελλάδα κι άλλοι για το Λάτιο και τη θυμωμένη Σκυθία...
Μόνον εμείς οι δυο (τρεις) μείναμε πίσω, φύλακες των προσφιλών μας νεκρών, εγώ και η σκιά μου (α, κι ο σαλός), Θερσίτη
με έλεγαν κι είχα το σθένος να βγάζω γλώσσα στους ηγεμόνες, τους ήρωες και τους θεούς...
Αν θα με θυμάσθε κάποτε
άλλων γονιών παιδιά, αλλά σπορά πάντα των θεών εσείς οι θνητοί
Θερσίτη με έλεγαν.
Εμένα τη σκιά μου (και τον σαλό) με έλεγαν Θερσίτη...
και για την
αντιγραφή
ΣΤΑΘΗΣ Σ. 30.Ι.2010 stathis@enet.gr
Περισσότερα...