του Δημήτρη Καμπουράκη Protagon.gr
Στη βεράντα μου υπάρχουν πενήντα επτά γλάστρες. Οι είκοσι απ’ αυτές έχουν το μεγαλύτερο μέγεθος που διατίθεται για οικιακή χρήση. Για να γεμίσει καθεμιά τους χρειάζεται τρία τσουβαλάκια χώμα. Τα φυτά που έχω φυτέψει σ’ αυτές προ αμνημονεύτων χρόνων, έχουν ήδη φτάσει στο ταβάνι κι αν δεν είχα δέσει τα δεκάδες κλαδιά τους σ’ ένα εντοιχισμένο πλέγμα, θα είχαν καταλάβει όλο τον... χώρο. Όχι ότι η βεράντα είναι προσπελάσιμη, απλώς έχω καταφέρει να κρατήσω έναν μικρό χώρο για ένα τραπεζάκι και τρεις καρέκλες του σκηνοθέτη. Γύρω από τις μεγάλες γλάστρες έχω τοποθετήσει τις μικρότερες τις μεσαίες αλλά και κάμποσες φαρδιές με μικρό βάθος.Η βεράντα είναι ημι-υπαίθριος που φυσικά προοριζόταν να γίνει δωμάτιο, αλλά τη γλύτωσε.
Έχω φυτά πανύψηλα, κοντά, χοντρά, ίσια, στραβά, πλατύφυλλα ή βελονοειδή. Έχω μια αποικία με υπέροχους κάκτους, αρκετά σαρκόφυτα, μια ομάδα από ελληνικά παραδοσιακά αρωματικά, δυο-τρία παλιά μπονζάϊ που τους έχω αφαιρέσει τα σύρματα παραμόρφωσης και που αρνούμαι πεισματικά να κουρέψω. Έχω ελιές, κυπαρισσάκια, εποχικά που τους αλλάζω θέση δυο φορές τον χρόνο, έχω και πεντέξι μυστήρια εξωτικά που κατάγονται από τόπους μακρινούς κι έφθασαν ως εδώ λόγω της παγκοσμιοποίησης. Το σχήμα, η υφή και η συμπεριφορά τους με αφήνουν άναυδο, ειδικά ένα χνουδωτό απ’ τις Φιλιππίνες που είναι σαν αράχνη και μια γλώσσα από τη Μαδαγασκάρη που δεν έχει ούτε ρίζα ούτε κορμό, αλλά μεγαλώνει σαν ένα ατέλειωτο ζικ-ζακ από χοντρά μακρόστενα φύλλα που το καθένα φυτρώνει καθέτως στο προηγούμενο φύλλο.
Αν και διαθέτω λίγο ελεύθερο χρόνο, ουδέποτε θεώρησα την περιποίηση των φυτών μου ένα είδος χόμπι. Πρόκειται για ζωτική μου υποχρέωση. Ασχολούμαι συστηματικά μαζί τους, τα γνωρίζω ένα-ένα, τα τροφοδοτώ με φρέσκο χώμα, κοπριές, λιπάσματα, βιταμίνες και θερινό πολτό. Ξαλαφρώνω τα πυκνότερα από τα σάπια φύλλα και τα ξερά κλαδιά, τα κλαδεύω στον κατάλληλο χρόνο, ενώ έχω ανοίξει ασταμάτητο πόλεμο με τα σκουλήκια του χώματος, τα σαλιγκάρια και τους λογιών-λογιών ψύλλους και μελίγκρες που τρώνε τα τρυφερά βλαστάρια. Τα ποτίζω προσωπικά πηγαίνοντας πάνω από το καθένα, έχοντας αρνηθεί για λόγους αρχής τα συστήματα αυτόματου ποτίσματος και λίπανσης. Τα φυτά είναι ζωντανοί οργανισμοί με αισθήματα. Το αυτόματο πότισμα μού έφερνε πάντα στο νου την εικόνα ενός ανθρώπου που κάθεται κουρασμένος στο τραπέζι να φάει, αλλά αντί να τον σερβίρει η μάνα ή η γυναίκα του, ανοίγει αυτόματα μια καταπακτή απ’ την οροφή και να πέφτει μπροστά του μια μπριζόλα. Αναξιοπρεπές.
Η συστηματική μου ενασχόληση, έχει φέρει ομολογουμένως θεαματικά αποτελέσματα. Η ζούγκλα μου είναι σε περίφημη κατάσταση και αφήνει έκπληκτο όποιον φίλο βγει στην βεράντα. Τα φυτά είναι φουντωμένα, καταπράσινα, γυαλιστερά, με εξαιρετική υγεία. Δείχνουν ευτυχέστατα, αν και ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, καθώς κάθε φυτό έχει τον δικό του χαρακτήρα. Ορισμένα είναι μοναχικά και δεν ανέχονται άλλα κοντά τους, άλλα είναι τόσο κοινωνικά που κολλάνε σαν ανασφαλείς άνθρωποι στα διπλανά τους μέχρι να τα πνίξουν. Διαθέτουν χούγια και παραξενιές. Είχα ένα μπέντζαμιν παλιότερα που δεν ανεχόταν τον ήχο τής χειροκίνητης γραφομηχανής μου κι έριχνε μια χουφτιά φύλλα μέχρι να τελειώσω κάθε σελίδα. Κάποια άνοιξη, μια υγιέστατη τριανταφυλλιά εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο μόλις την έδεσα σ’ ένα καινούργιο πλέγμα που βίδωσα στον τοίχο. Δεν άντεξε τη σταύρωση. Άργησα να το αντιληφθώ και αποκαθήλωσα μια νεκρή. Ορισμένοι κάκτοι είναι τόσο ανταγωνιστικοί, που όταν βρουν χώμα και νερό αρχίζουν να ψηλώνουν ακατάσχετα για να ξεπεράσει ο ένας τον άλλον, με αποτέλεσμα το ριζικό τους σύστημα να μην αντέχει το βάρος τους και να ξεριζώνονται στο πρώτο δυνατό αεράκι. Είναι τόσο ανθρώπινα τα φυτά ώρες-ώρες.
Έχω ζήσει επίσης έναν αφόρητο έρωτα της γάτας μου της Πλε, για έναν σγουρό βασιλικό. Αν και η γατούλα ήταν ένα δύστροπο Σιαμάκι που δεν σήκωνε πολλά-πολλά, είχε βρει τον μάστορα της σ’ αυτόν τον αρωματικό γόη, που η γλάστρα του βρισκόταν στην άκρη της βεράντας. Καθόταν δίπλα του με τις ώρες και κάθε τόσο έχωνε τη μαύρη μουσούδα της μέσα στα φύλλα του για να τον μυρίσει. Αν και σαν κλασσική γάτα σιχαινόταν το νερό, έτρεχε κατά πάνω του μόλις τον πότιζα, προφανώς διότι μόλις ποτιστεί ο βασιλικός ξεχύνει κύματα αρώματος από την ευχαρίστηση του. Μην ξεγελιέστε, δεν ήταν το άρωμα που την έφερνε τη γατούλα δίπλα του. Ήταν έρωτας. Η Πλε είχε συναναστραφεί δεκάδες άλλους βασιλικούς επί πολλά χρόνια, χωρίς να ενδιαφερθεί για κανέναν τους. Μόνο για κείνον. Ποιος ξέρει…
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Διότι τις τελευταίες μέρες η ειρηνική μου ζούγκλα δέχεται επίθεση. Το πρόβλημα εμφανίστηκε στην αρχή με λίγα φαγωμένα φύλλα εδώ κι εκεί. Το πήρα αψήφιστα θεωρώντας ότι πρόκειται για κάτι περαστικό απ’ τη βεράντα. Μετά ήρθαν οι τρύπες πάνω στα σαρκόφυτα, τα σκουλαρικάκια και τους φίκους. Κατάλαβα γρήγορα ότι επρόκειτο για ακρίδα, στην οποία ματαίως έστησα απανωτές ενέδρες. Έκανα αιφνιδιαστικές εφόδους στο εσωτερικό των φυτών απ’ όπου άκουγα ύποπτα ροκανίσματα, πλην αποδείχτηκαν άκαρπες. Ένα κομμάτι του μυαλού μου υποστηρίζει πως αφού έφτιαξα έναν ολόκληρο βιότοπο, θα έπρεπε να αποδεχτώ ότι -διάολε- μπορώ να θρέψω μια ακρίδα και ότι ένα φυτό με λίγα φαγωμένα φύλλα είναι το ίδιο όμορφο με το διπλανό του που παραμένει αλώβητο. Από την άλλη όμως, μέρα με τη μέρα η κατάσταση επιδεινώνεται σε τέτοιο βαθμό που ορισμένα φύλλα της γλώσσας Μαδαγασκάρης έχουν γίνει πια σαν κανονικό σουρωτήρι. Αποκλείεται να τα τρώει όλα αυτά μια ακρίδα μόνη της. Θα είχε γίνει τεράστια σαν κι εμένα.
Πολύ φοβάμαι ότι έχει φέρει και τους φίλους της ή τα παιδιά της. Αλήθεια, πόσα γεννάνε αυτές κάθε φορά; Πολλά; Κι έπειτα, να μην μπορώ να τη εντοπίσω; Εντάξει, θα είναι πράσινη υποθέτω, όχι από τις καφέ που διακρίνονται, αλλά είναι δυνατόν να καμουφλάρεται τόσο αποτελεσματικά; Μήπως έρχεται κάθε πρωί την ώρα της εκπομπής, ρημάζει τα φυτά μου κι έπειτα πάει σε καμιά διπλανή βεράντα να κρυφτεί; Γίνεται όμως να είναι τόσο έξυπνη; Αφήστε που είναι απίστευτα μοχθηρή. Τρώει ειδικά τα φυτά που αγαπώ περισσότερο. Επίτηδες. Κάτι άλλο συμβαίνει εδώ, πολύ πιο μπερδεμένο και ύποπτο από το καθημερινό αθώο γεύμα ενός εντόμου. Από τα νεύρα μου αρχίζω να φτιάχνω θεωρίες συνωμοσίας και να έχω παραισθήσεις.
Ειδικά χθες, μετά τη απογευματινή επιθεώρηση των νέων ερειπίων του κήπου μου, γεννήθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου μια εντελώς σχιζοφρενική εικόνα. Ήταν μάλλον προϊόν της ταραγμένης εσωτερικής περιόδου που διανύω, δισεπίλυτων αντιφάσεων του μυαλού μου, χειροκροτημάτων που φθάνουν στ' αυτιά μου, δοντιών που τρίζουν απειλητικά, αναγκών που δεν αναβάλλονται, φυτών που κατατρώγονται, ερώτων που αργοσβύνουν και ξαναγεννιούνται, ήχων από παιδικά γέλια, μεταλλικών θορύβων από απορριμματοφόρα που καταβροχθίζουν σκουπίδια... εν' πάσει περιπτώσει, ό,τι κι αν ήταν με πάγωσε. Διότι βαθιά μέσα μου παίχτηκε μια παράσταση βγαλμένη μέσα από τα πιο τρομακτικά κινηματογραφικά κόμικς:
Κάθε πρωί –λέει- γύρω στις 7 που φεύγω για τη δουλειά, μια πελώρια ακρίδα προσγειώνεται στη βεράντα μου, μπαίνει αργά-αργά μέσα στο σπίτι και κάθεται στο γραφείο μου. Χρησιμοποιώντας τα μακριά σιχαμερά της πόδια, ανοίγει με το τηλεκοντρόλ την τηλεόραση στο Mega και παρατηρεί με σιωπηλή προσοχή το πρόγραμμα. Παράλληλα, με αργές αποφασιστικές κινήσεις πατά τα πλήκτρα του laptop μου, μπαίνει στο protagon και με περισπούδαστο ύφος διαβάζει κείμενα.
Για αρκετή ώρα, τα τερατώδη μάτια και οι φρικαλέες κεραίες της πηγαινοέρχονται αναποφάσιστα από τη μια οθόνη στην άλλη, προσπαθώντας να ερευνήσει τα ανεξερεύνητα. Κι έπειτα ξαφνικά, παρακινημένη από μια μανία που μόνο μια σχιζοειδής συμπεριφορά είναι ικανή να προκαλέσει σ’ έναν ακατέργαστο προϊστορικό εγκέφαλο, ορμά αφηνιασμένη στη βεράντα και κατατρώει με καταστροφική βουλιμία όλα τα αγαπημένα μου φυτά. Και γύρω στις δέκα, νιώθοντας ότι επιστρέφω, δίνει ένα μεγάλο σάλτο στο κενό, υψώνεται στον γκρίζο ουρανό και εξαφανίζεται πετώντας προς τις σκοτεινές χαράδρες του Υμηττού, σαν πελώριος εκδικητής φυτοφάγος Διάβολος. Πω, πω!!!http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=69&smid=379&ArticleID=4769&reftab=37&t=Σα-να-)
Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010
»Σα να 'μουν αλλος κι οχι εγω (2.0)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου