Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

»Εξωλης και προωλης

της Γιούλας Ράπτη Protagon.gr

Ήμουν μια εξώλης και προώλης. Με έσερναν στο δρόμο με μισοσκισμένο νυχτικό και με διαπόμπευαν σ' όλον τον κόσμο. Ήμουν μια διεφθαρμένη: είχα χάσει το καλό μου όνομα, όλοι ήξεραν με το νι και με το σίγμα τις πομπές μου, ήμουν μια ανεύθυνη, ανώριμη και παραδόπιστη, που ζούσε βουτηγμένη στην ακολασία. Οι νταβατζήδες μου το ήξεραν, οι πελάτες το..

ήξεραν, γνωστοί και ξένοι το ήξεραν και το παιχνίδι της κολοκυθιάς “ποιός δεν το ήξερε;” τέλειωσε με όλους να δείχνουν εμένα. Ήμουν μια διεφθαρμένη, σαν την Ελλάδα.



Ήμουν επίσης μια γλεντζού, μια θεριακλού, μια “άναψε το τσιγάρο, δώσ΄μου φωτιά”, πάνω σε τραπέζια, μέσα σε ντέρτια, ενώ έπρεπε να είμαι μια καθώς πρέπει, μια νοικοκυρά, μια δούλα και κυρά, που, όπως των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσει να μαγειρεύει, κι όχι να τρώει από τα έτοιμα κι έχει ο Θεός, κι έχει η Τράπεζα, κι έχει η Ε.Ε. Μου έριχναν πρόστιμα αβέρτα, με έδειχναν σαν παράδειγμα προς αποφυγήν διεθνώς και προέβλεπαν επιμήκυνση γενικώς: του χρέους, του διασυρμού, του αφανισμού. Ήμουν στα πρόθυρα κατάρρευσης, σαν την Ελλάδα.



Ήμουν ακόμη μια ονειροπαρμένη, που την μεγάλωσαν με μεγαλεία φυλής, με αντοχές ψυχής, με Ζάλογγα και “Παιδιά της Ελλάδας παιδιά”, με DNA μαγκιόρικο, σπιρτόζικο, ανθεκτικό, με αιγαιοπελαγίτικη ποίηση και αρχοντοχωριάτικη οίηση, με τραγωδίες ελληνικές και φάρσες νεοελληνικές και τώρα με καλωσόριζαν στη χώρα του Λεξοτανίλ και του προζάκ και με έστελναν ντουγρού στον ψυχαναλυτικό καναπέ με ένα σωρό ενοχές. Ήμουν στο τσακ της κατάθλιψης, σαν την Ελλάδα.



Ήμουν επιπλέον στη μέση της ζωής: εκεί που βλέπεις και τους πιο μπροστά να έχουν χάσει το παιχνίδι και τους πιο πίσω να μην μπορούν καν να μπουν σ αυτό. Αβέβαιη, ως ο ενδιάμεσος κρίκος, ένιωθα την ανάγκη και να απολογηθώ σε γονείς, αλλά και να δικαιολογηθώ σε παιδιά. Κι είμασταν όλοι εκεί, σαν σ' ένα διεθνές δικαστήριο, που έχουμε ξεχάσει και ποιό είναι το στάτους κβο και τι θα αποτελούσε κάζους μπέλι. Οι πιθανές ποινές ακούγονταν βαριές. Υπόδικη για χρόνια, σαν την Ελλάδα.



Κι έψαχνα αιτίες και ευθύνες. Και έκλαιγα για να συγκινήσω. Και θύμωνα μήπως κάτι κερδίσω. Και πιανόμουνα από τη ζωή, λέγοντας αστεία τσιτάτα για την αισιοδοξία. Και μετά κυνικά αποφθέγματα, που ξεγελάνε για λίγο τον πόνο αλλά όχι τον φόβο.


Κι ύστερα ξύπνησα.

Και δεν ήξερα πότε ήμουν κοιμισμένη.

Πριν ή μετά;


* "Εξώλης και προώλης": η φράση είναι αρχαία: Από τις προθέσεις "εξ" και "προ" και το ρήμα "όλλυμι": καταστρέφω, αφανίζω, διαφθείρω.







Δεν υπάρχουν σχόλια: