του Δημήτρη Καμπουράκη Protagon.gr
Η είδηση είχε μεταδοθεί με ταχύτητα αστραπής σε όλα τα σοκάκια του χωριού και είχε μπει αμέσως σ’ όλα τα σπίτια. Ήταν ένα ακατανόητο χαμπέρι για τα χωριάτικα μυαλά μας το οποίο επαναλαμβάναμε δίχως να καταλαβαίνουμε, που έλεγε:
«Στο σπίτι του Κριαρομιχάλη, γράφουν στο μαγνητόφωνο».
Τρέξαμε όλοι να δούμε. Τα παιδιά..
πρώτα-πρώτα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα που αντίκρισα, διότι όσα συνέβησαν αυτή τη μισή ώρα με εκτόξευσαν σ’ έναν άλλο πλανήτη κι ας κατέληξε τελικά το σώου σε κωμωδία. Ο Μιχάλης ο Κριάρης, ψηλός και γεροδεμένος μουστακαλής συγχωριανός, απόλυτος άρχων ενός σπιτικού με πέντε παιδιά και μια πληθωρική σύζυγο, είχε ανοίξει διάπλατα πόρτες και παράθυρα για να τον βλέπει όλο το χωριό και είχε τοποθετήσει την οικογένεια γύρω από το τραπέζι της σάλας. Όταν λέμε οικογένεια εννοούμε τον ίδιο, τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους παππούδες, τις γιαγιάδες, όσα αδέρφια του ζούσαν στο χωριό, κουνιάδες, κουνιάδους, μπατζανάκηδες, ανίψια, πρωτοξάδερφα, δευτεροξάδερφα και άλλους πολλούς που δεν θυμάμαι. Όλοι αυτοί ήταν καθισμένοι γύρω από το τραπέζι, αμίλητοι κι ακούνητοι. Το υπόλοιπο χωριό συνωστιζόταν στα ανοικτά παράθυρα της σάλας, πάνω στον εξωτερικό περίβολο του οικήματος, αλλά και μέσα στον στενό διάδρομο της κεντρικής εισόδου προσπαθώντας να φθάσει ως την πόρτα του δωματίου για να παρακολουθήσει. Όλοι μαζί περιμέναμε με κομμένη την ανάσα να συμβεί κάτι πρωτοφανές που πρώτη φορά θα βλέπαμε.
Στη μέση του τραπεζιού υπήρχε ένα μεγάλο μαύρο κουτί με πελώρια κουμπιά στη σειρά, τζαμάκια, θήκες, βίδες, εσοχές, υποδοχές και άλλα ακατανόητα. Ήταν το μαγνητόφωνο. Τα μάτια μας ήταν στραμμένα πάνω σ’ αυτό το μαραφέτι γεμάτα δέος και απορία. Δεν ξέραμε ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα, ούτε τι ακριβώς κάνει, ούτε βέβαια πως δουλεύει. Ξέραμε όμως τον τρόπο που είχε φθάσει στη σάλα του Κριαρομιχάλη. Το είχε στείλει ο αδερφός του από την Αυστραλία. Ο Ευτύχης ο Κριάρης είχε φύγει μετανάστης πριν χρόνια και όπως βεβαίωναν οι συγγενείς του είχε φτιάξει μεγάλη περιουσία. Κάποιοι κακοήθεις στο χωριό απέκλειαν βέβαια το ενδεχόμενο να έχει πλουτίσει ο Ευτύχης, με το απλό επιχείρημα ότι μεγαλύτερος μπουνταλάς απ’ αυτόν δεν είχε γεννηθεί. Όμως η αποστολή ενός τόσο υπερβατικού αντικειμένου σαν το μαγνητόφωνο, αποτελούσε την πιο αποστομωτική απάντηση σ’ όλους αυτούς. Το μαγνητόφωνο είχε σταλεί με συγκεκριμένο σκοπό. Τον εξήγησε με σαφήνεια ο Κριαρομιχάλης όταν σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να μιλά δυνατά για να τον ακούει όχι μόνο η οικογένεια, αλλά και όλη η εξέδρα γύρω από το σπίτι: «Ο αδερφός μου Ευτύχης, καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται, έστειλε το μαγνητόφωνο για να γράψουμε τις φωνές μας και να του τις στείλουμε πίσω να μας ακούσει.»
Ένα ρίγος διαπέρασε την ομήγυρη. Να γράψει τις φωνές; Πως γινόταν αυτό; Να τις ακούσει στην Αυστραλία; Μη χειρότερα. Αδύνατο των αδυνάτων. Ο Κριαρομιχάλης έκοψε το σούσουρο με την κοφτή χειρονομία τού ανθρώπου που κατέχει την πιο απόκρυφη γνώση και συνέχισε: «Τούτο εδώ το μαγνητόφωνο, μόλις πατήσω τα κουμπιά που πρέπει, γράφει σε μια ταινία όσα ακούει. Μόνο εγώ ξέρω πως γίνεται. Μετά θα βγάλω την ταινία από τούτο, θα του την ταχυδρομήσω στην Αυστραλία, αυτός θα τη βάλει σ’ ένα άλλο μαγνητόφωνο και θα μας ακούσει σαν να είναι τώρα εδώ.»
Μείναμε όλοι άναυδοι. Εμείς για τα θαύματα που μπορούσε να κάνει η τεχνολογία. Οι γεροντότεροι για τα έργα του σατανά που ήδη μας καταπλάκωναν. Γράφεις τη φωνή σου στο χωριό και την ακούει ο άλλος στην Αυστραλία; Απίστευτο. Είχαμε βέβαια μια ιδέα από το τηλέφωνο. Υπήρχε ένα στο καφενείο, με το οποίο ύστερα από πολλές προσπάθειες μπορούσες να μιλήσεις με Χανιά. Με την Αθήνα ήταν σχεδόν αδύνατο. Με Αυστραλία απλώς δεν γινόταν, ούτε καν το είχαμε διανοηθεί. Και τώρα, μπορούσες να μιλήσεις μέσα από το σπίτι σου κι κάποιος να σε ακούει στην άλλη άκρη του κόσμου; Τρομερό, ανήκουστο. Το γεγονός ότι θα σε άκουγε μετά από τρεις μήνες, ούτε που μας πέρασε από το μυαλό ως μειονέκτημα.
Ο Κριαρομιχάλης, γνώστης του επικοινωνιακού παιχνιδιού, έκανε τη δέουσα παύση ώστε τα λόγια του να δημιουργήσουν μέγιστη εντύπωση στους αδαείς (όπως μάθαμε αργότερα, αυτός έκανε τον γνώστη διότι το μαγνητόφωνο εξ’ Αυστραλίας συνοδευόταν από γράμμα με λεπτομερέστατες οδηγίες χρήσεως) και τέλειωσε την ομιλία του μ’ έναν δοξαστικό για τον αδερφό του και με τις εντολές του για την έναρξη του εγχειρήματος: «Είδατε ο Ευτύχης πόσο ψηλά έφταξε; Ούλη η Κρήτη δεν έχει μαγνητόφωνο κι αυτός μοναχός του έχει δύο. Το ένα το ‘στειλε σε μένα, καλά να ‘ναι. Το λοιπόν: Ένας-ένας σας θα μιλεί στο μαγνητόφωνο σα να ‘ναι ο Ευτύχης μπροστά του. Από λίγο ο καθένας για να μιλήσετε όλοι. Οι υπόλοιποι τσιμουδιά, γιατί το μαγνητόφωνο γράφει όλες τις φωνές και ο Ευτύχης δε θα καταλαβαίνει ποιος του μιλεί. Έλα μάνα, εσύ πρώτη». Πάτησε δυο κουμπιά μαζί κι έσπρωξε το μαγνητόφωνο προς το μέρος που καθόταν η γριά.
Η μαυροφορεμένη Κριαροζαχάραινα (σύζυγος του Ζαχάρη του Κριάρη και μητέρα του Κριαρομιχάλη και Κριαροευτύχη), ζαρωμένη από τα χρόνια και τις κακουχίες, σηκώθηκε αργά από την καρέκλα της κι έσφιξε το τσεμπέρι της έχοντας στο πρόσωπο μια έκφραση απόλυτης σοβαρότητας. Επικράτησε νεκρική σιγή, καθώς θα παρακολουθούσαμε την πρώτη εγγραφή φωνής στη ζωή μας. Και ξαφνικά, σέρνει η γριά μια στριγκλιά που αντιβούηξε η μεγάλη σάλα και μας πάγωσε το αίμα:
«Ε Χάρε που είναι ο τόπος σου, να πάω να κατοικίσω,
με το παιδί που έχασα, θέλω να πάω να ζήσω.»
Στο δωμάτιο έγινε μπάχαλο. Τα παιδιά άρχισαν να γελάνε, οι άντρες να φωνάζουν, ενώ οι γυναίκες βούρκωσαν. «Ρε μάνα τρελάθηκες;» φώναξε ο Κριαρομιχάλης, «μοιρολόι λες; Πεθαμένος είναι ο Ευτύχης;» Όμως η γριά συνέχισε ακάθεκτη:
«Στις μαχαιριές του Χάροντα, φάρμακα δε χωρούνε
μηδέ γιατροί γιατρεύουνε, μηδ’ άγιοι βοηθούνε.»
«Σταματήστε τη» άρχισε να φωνάζει ο Κριαρομιχάλης. «Νομίζει ότι είναι σε κηδεία». ‘Όρμησε να κλείσει το μαγνητόφωνο. Πέσανε κάποιοι πάνω στη γριά που μοιρολογούσε τον γιό της και της κλείσανε το στόμα. Γι’ αυτήν, ο Ευτύχης ήταν πεθαμένος. Τι διαφορά είχε η Αυστραλία από τον Άδη; Έσυραν τη μαινόμενη Κριαροζαχάραινα έξω από τη σάλα, ενώ γύρω-γύρω γινόταν πανδαιμόνιο. Η εξέδρα είχε ξεσπάσει σε γέλια και σφυρίγματα, ο Κριαρομιχάλης προσπαθούσε να γυρίσει την ταινία πίσω μ’ ένα περιστροφικό κουμπί, κάποιοι χωριανοί αρχίσανε να τον πειράζουν, αυτός τσαντίστηκε, οι κινήσεις του πάνω στο πρωτόγονο μηχάνημα έγιναν πολύ απότομες από τα νεύρα του, ενώ ξέσπασαν λεκτικές αψιμαχίες ανάμεσα στα παιδιά του και άλλα γειτονάκια… χάος κανονικό. Το αποκορύφωμα ήταν ότι το μαγνητόφωνο, με τα μπρός και τα πίσω, μάσησε την ταινία κι αχρηστεύτηκε χωρίς να γίνει η εγγραφή. Πάνε και οι Αυστραλίες, πάνε κι οι τεχνολογίες, πάνε όλα. Μόλις συνειδητοποίησε το φιάσκο ο Κριαρομιχάλης κι ενώ τα γεμάτα κακεντρέχεια γέλια είχαν φτάσει στον ουρανό, ξέσπασε με μια τρομερή κραυγή που τα σκέπασε όλα: «Όξω από το σπίτι μου πούστηδες!» Σε έξαλλη κατάσταση, άρχισε να μοιράζει κλωτσιές και σφαλιάρες στα παιδιά και τα ανίψια του, αυτά βγήκαν πανικόβλητα από το σπίτι, ενώ όλοι οι υπόλοιποι σκορπίσαμε γελώντας. Ήταν μια πολύ ωραία καλοκαιρινή βραδιά. Έτσι εγώ γνώρισα το μαγνητόφωνο.
(Συμπαθάτε με που κυριολεκτικά απομονωμένος στο χωριό μου, αδυνατώ να πάρω μέρος στην δημόσια διαμάχη για την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων. Αυτή την εποχή, η ώρα οκτώ το βράδυ είναι η πιο όμορφη και η πιο ιερή του εικοσιτετραώρου. Έχοντας να επιλέξω ανάμεσα σε μια έξοδο στη βεράντα για να δω τη μέρα να σβήνει γλυκά και στο να ανοίξω την τηλεόραση για να παρακολουθήσω τον σκυλοκαυγά των φορτηγατζήδων με τους αντι-φορτηγατζήδες, συγχωρέστε με για τον ωχαδερφισμό μου, πλην διαλέγω το πρώτο. Προτιμώ να κάθομαι εκεί έξω μόνος, να κοιτάζω απέναντι και να θυμάμαι. Όχι μόνο αυτό που μ’ έκανε να γελάσω. Και άλλα, που με κάνουν να κλαίω…)
Πετούν έξω τους ενοικιαστές και κάνουν τα σπίτια καταλύματα για τουρίστες
Πριν από 9 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου