Από την ΟΛΓΑ ΜΠΑΚΟΜΑΡΟΥ Ελευθεροτυπία
*Ο Ιούνιος φεύγει, προχωράει το καλοκαίρι. Αλλιώτικο από κάθε άλλη φορά, με έναν ήχο υπόκωφο, μια τυμπανοκρουσία μακρινών ταμ ταμ, που τίποτε καλό δεν προοιωνίζεται, να του ανοίγει δρόμο...
Αθήνα βαριά, άδεια, σε ώρες που άλλοτε ήταν γεμάτη, οι τουρίστες ζωντανεύουν, ακόμα, της Ακρόπολης τα μέρη -κομμάτια σαν από ξένη ταινία στον..
περίφημο πεζόδρομο, με τα αδέσποτα σκυλιά να τους ακολουθούν· και τα παιδιά-οργανοπαίχτες μπροστά στις πικροδάφνες, σαν μπογαλάκια πεταμένα στο πλακόστρωτο...
*Μόνα, κάτω των δέκα χρόνων, με ένα ακορντεόν αγκαλιά και το χάρτινο κουτί για το φιλοδώρημα μπροστά τους... Ικέτες, κάθομαι μερικές φορές και τα κοιτάζω -«από πού είσαι;», «Ρομάνια», «πού είναι η μαμά», «σπίτι», «ο μπαμπάς;», «δεν ξέρω», «πώς ήρθες ώς εδώ», «με τα πόδια», «πού κάθεσαι;», σηκώνει το χέρι και δείχνει κάπου μακριά, αόριστα... Ψάχνω με τα μάτια τους νταβατζήδες, κάπου εκεί είναι κρυμμένοι, το αισθάνομαι -στην ίδια κόλαση με το υιοθετημένο «Ρωσάκι» που το ξυλοκοπούσε άγρια στη Θεσσαλονίκη η... πανεπιστημιακός «μητέρα» του.
*Παιδιά στον άνεμο -ποιος ξέρει κατά πού θα τα πετάξει τώρα, σε λίγο, κι από αυτήν εδώ τη χώρα, όπου, σύμφωνα με τελευταία έκθεση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, σχεδόν μισό εκατομμύριο δικά της παιδιά βιώνουν τη φτώχεια... Μέσα στο βαθύ τσουνάμι της γενικευμένης φτώχειας, της ανεργίας, της ανασφάλειας, της απελπισίας, που ενέσκηψε και όλο φουσκώνει με τα «μέτρα», εργασιακά, ασφαλιστικά και άλλα, της αβέβαιης «σωτηρίας» μας· κάτω από τον τεντωμένο δείκτη της διεθνούς των επιτηρητών μας...
*Με την απαξίωση των Εξεταστικών -στις οποίες προστέθηκε απ' τα προχθές άλλη μία, αυτή των δομημένων ομολόγων-, που συνεδριάζουν... και συνεδριάζουν και κοπανιούνται, άμα λάχει, στα «παράθυρα»· χωρίς να καταφέρνουν να χωρίσουν την ήρα από το στάρι, «στάχτη στα μάτια του κοσμάκη», ένας καθρέφτης ακόμα τού πώς παίζεται το δικομματικό παιχνίδι... Με τα δισεκατομμύρια της λαμογιάς και τους πρωταγωνιστές και τους κομπάρσους της διαφθοράς -διαχειριστές της (κάθε) εξουσίας και τα αθέατα τρωκτικά των υπονόμων της- να μισοβγάζουν, για να μας δουλέψουν, τις μάσκες τους...
*Είναι ενδεικτικό και απογοητευτικό -παρότι αναμενόμενο- ότι μόνο κάτι χιλιάδες μάρκα της ομολογημένης «προεκλογικής χορηγίας» Μαντέλη κατάφεραν να «προσωποποιήσουν»... «Γράψατε για την ταπείνωση του Ακη, δεν με ενδιαφέρει η ταπείνωση κανενός από δαύτους, ούτε θέλω να πάνε φυλακή, γιατί και εκεί εγώ θα τους ταΐζω πάλι. Θέλω να επιστρέψουν αυτά που έκλεψαν και έφεραν τον τόπο και εμάς σ' αυτό το χάλι, τις δεκάδες ακίνητα που δηλώνουν, χωρίς να μας λένε πώς τα απέκτησαν», μου τηλεφώνησε εν οργή απελπισμένος αναγνώστης, ιδιοκτήτης καταστήματος ρούχων, που βάζει «λουκέτο» όπου να 'ναι.
*«Θυμάμαι τον Μάνο Χατζιδάκι που μας έλεγε: "Αν ήθελα να έχω είκοσι πολυκατοικίες, θα είχα είκοσι πολυκατοικίες". Χωρίς, ενδεχομένως, να το συνειδητοποιεί, υπογράμμιζε με τον παραστατικότερο τρόπο τη διαφορά ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον πολιτικό. Ο πολιτικός, χωρίς να μπορεί να έχει τις είκοσι πολυκατοικίες, βάζει υποθήκη τη ζωή των άλλων προκειμένου να τις αποκτήσει (για να μη γράψουμε κάτι ζοφερότερο)» -μια παλιά επίκαιρη «εικόνα» από το τελευταίο βιβλίο «Ημερολόγιο χωρίς ημερομηνίες», του Θανάση Νιάρχου, ενός ανθρώπου αφιερωμένου σε ό,τι έχει σχέση με την τέχνη του λόγου...
*Ο οποίος, όπως σημειώνει προλογίζοντας ο Σταμάτης Φασουλής, «κυκλοφορεί ανάμεσά μας σαν ένας Δούρειος Ιππος της αλήθειας και περιμένει τη στιγμή της αλόγιστης γιορτής μας, για να βγουν από μέσα του όλες αυτές οι λέξεις που εγκυμονεί...». «Θα ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς πως θα ερχόταν μια εποχή, όπως η δική μας, που θα χρειαζόταν ο καθημερινός άνθρωπος να πιστέψει βαθιά μέσα του πως ό,τι του συμβαίνει οφείλει να είναι μεγάλο και αβάσταχτο, για να μπορεί να επιβιώνει και να μην τρελαίνεται», κλείνει το χωρίς ημερομηνίες πράγματι ημερολόγιό του ο συγγραφέας.
*Εγώ θα κλείσω τη στήλη με ένα ποίημα της αγαπημένης Κικής Δημουλά, αφανούς «συνοδοιπόρου», ανιχνευτή και παρηγορητή της καθημερινότητας του κόσμου και της μυστικής οδύνης του καθημερινού ανθρώπου· αν εκείνος μπορέσει να περάσει, μέσα από τα επάλληλα τείχη των λέξεων της ποίησής της, στο άβατο του δικού της κόσμου και να γίνει κοινωνός της αλήθειας, της δύναμης της μαγείας του. «Θερινές παραστάσεις», που έχουν και δεν έχουν σχέση με το θέρος, ο τίτλος, από την τελευταία, συγκλονιστική, συλλογή της «Τα εύρετρα»:
*«Πετσέτα θαλάσσης./ Βελούδινα απορροφούσε η υφή/ το λιτό αφέγγαρο σχέδιο/ στα μαυρόασπρα νερά της/ το γαλήνιο σκαμπανέβασμα/ μιας ακινησίας/ έριχνε δίχτυα-ρόμβους/ πλεγμένα ακανόνιστα/ από νήμα/ αφρώδους νοερού κυματισμού/ την είχες απλώσει στην άμμο/ μιας θάλασσας κοντινής/ στην Επίδαυρο/ πόσα χρόνια πίσω/ από τότε πόσες θερμές παραστάσεις/ χειμώνιασαν/ πόσα χρόνια γεμάτα κόσμο/ που κατέβηκε/ τι ωραία πετσέτα σού έλεγα/ προσπαθώντας να ξεμπλέξω το χέρι μου/ απ' των διχτυών τη σαγήνη που είχε/ πιαστεί/ πάρ' τη, σ' τη χαρίζω/ την τίναξες με δύναμη/ την άμμο ασ' τη/ την παίρνεις άλλη φορά/ είπες». Καλό καλοκαίρι
Δεν ήταν τόσο ο αγώνας, εκεί κάτω στο μακρινό Πολοκουάνε, όσο η εικόνα που ανέστησε στα μάτια μας τον μύθο. Τα λουσάτα μαύρα γυαλιά, τα δύο μπριγιάν στο κάθε αυτί, τα δύο ρολόγια, ένα στο κάθε χέρι, η χρυσή αλυσιδίτσα μπλεγμένη, πότε έτσι πότε αλλιώς, ανάμεσα στα δάχτυλα... Τα κορακίσια πλούσια μαλλιά, το μαύρο μουστάκι, το λευκό γενάκι, τα αεικίνητα όλο φλόγα μάτια... Το μικρό σώμα, που μόνο αυτό, με μια μπάλα στα πόδια, τον εκτίναξε από τη μαύρη φτώχεια και τις αλάνες του Μπουένος Αϊρες στην κορυφή της δόξας· τον έκανε «Θεό», που έζησε όλες τις «αμαρτίες», δηλαδή τα πάθη των ανθρώπων, που κατέβηκε στην Κόλαση (των ναρκωτικών) αλλά δεν κάηκε. Ο Μαραντόνα - μια δύναμη της φύσης, ένας άντρας, γεννημένος νικητής.
Τα 5 λάθη που πρέπει να αποφεύγετε όταν μαγειρεύετε μοσχαράκι κατσαρόλας
Πριν από 6 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου