Τρίτη 4 Μαΐου 2010

»Εγω τωρα με ποιους ειμαι;

του Άρη Δαβαράκη protagon.gr

«Έρχεται» σου λέει ο ποιητής «η στιγμή που θα αποφασίσεις με ποιούς θα πας και ποιούς θ' αφήσεις». Σε μένα γιατί δεν έρχεται να πάρω επιτέλους μια θέση, να κατσικωθώ εκεί, σ΄ένα δικό μου στασίδι να ησυχάσω; Να λέω «αυτό ταιριάζει στα πιστεύω μου οπότε ΟΚ» και «αυτό δεν ταιριάζει να πά να γ@μηθεί» (που λέει ο λόγος μιλάμε τώρα).

Απο τη μια λέω «να 'ρθούνε οι Γερμανοί και το Δ.Ν.Τ και η Ε.Κ.Τ και η Μόσχα ακόμα αν θέλει μαζί με το ..
Πεκίνο, να εγκατασταθούν στην, εντελώς πια, σάπια ραχοκοκαλιά αυτού του κράτους που φτιάξαμε και να μην φύγουν πριν στείλουν σπιτι τους όλα τα λαμόγια τους κωλοέλληνες που στελεχώνουν Οικονομικές Υπηρεσίες, Παιδεία, Δικαιοσύνη, Υγεία, Δόμηση - όλα τα «κεκτημένα» λημέρια της πανίσχυρης και ανενδοίαστης τοπικής μας μαφίας που δεν μας αφήνει να εξελιχτούμε σε ένα σύγχρονο, αξιοκρατικό, δυναμικό, παραγωγικό, υγιή οργανισμό.

Και απο την άλλη όταν ακούω απο τον πρωθυπουργό να δηλώνει ουσιαστικά «απο δω και πέρα μη μου τα λέτε εμένα, τα παράπονά σας στούς δανειστές μας», παίρνω ανάποδες και λέω που είσαι ρε Ελλάδα, ρε Ελλαδίτσα περήφανη και όμορφη, εσύ με τα «παλληκάρια» και με τούς «λεβέντες», εσύ πού 189 χρόνια πριν (επισήμως) έφτιαξες ολόκληρο καινούργιο κρατος και μέσα σ' έναν αιώνα το τετραπλασίασες (μη βασίζεστε στην αριθμητική μου, είναι πρόχειρη), εσύ που μνημόνευες Διονύσιο Σολωμό και μνημόνευες Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Ελλάδα της Ποίησης και τών Νόμπελ, του πολεμικού θάρρους και της ηθικής και γενναίας πάντα επιλογής στούς παγκόσμιους πολέμους, της κοινωνικής διεκδίκησης, της αγωνιστικότητας, τών προοδευτικών κινημάτων, Ελλάδα ανήσυχη, ανοιχτομάτα, δημιουργική, Ελλάδα που όπου κι αν ταξίδευες τιμούσες την καταγωγή σου;

Ποιοί είναι αυτοί που έρχονται εδώ και μας κόβουνε τους μισθούς και τις συντάξεις και μας λένε πώς πρέπει να ζήσουμε και τι πρέπει να κάνουμε και πώς θα το κάνουμε και πότε πρέπει να είναι έτοιμο – λές και είμαστε, ένας ολόκληρος λαός, μαθητούδια στην Γερμανική Σχολή, για να μην πώ στην Κοργιαλένειο των Σπετσών και φανώ υπερβολικός. «Άντε απο κεί ρε Γερμαναρά» ακούω μια φωνή μέσα μου (που δεν μ΄αρέσει, το παραδέχομαι, αλλά είναι εκεί, την ακούω). «Άντε στο Αουσβιτς να φτιάξεις κάνα σαπούνι παλιογουρούνι του κερατά που σε έχει τόσο μεγαλόψυχα συγχωρέσει η ανθρωπότητα για την φριχτή, εκληματική σου φύση – και δράση - δύο φορές μέσα σε 50 χρόνια. Δεν φτάνει που δεχόμαστε και να σου μιλάμε εσένα που πήγες να μας σφάξεις, (τι «πήγες», μας κατέσφαξες), στεκόμαστε και σούζα μπροστά σου και ξεσκονίζουμε και το χαλί για να περάσει η Φράου Μέρκελ σου».


«Το 'χω» που λένε αυτό, «το 'χω» και το ακριβώς αντίθετο. Εύκολα κρεμάω ανάποδα τον εκβιαστή εφοριακό ή υπάλληλο του ΥΠΕΧΩΔΕ ή τον αστυνομικό που τα παίρνει απο τούς εμπόρους της ηρωϊνης, τον Ελληνάρα που μ’ αυτά τα λεφτά χτίζει κι έξοχικό και τον ακούω να λέει στην κυρία που σερβίρει στο εστιατόριο του Μουσείου της Ακροπόλεως (όπου όλοι όσοι έργάζονται είναι μιας ευγένειας σπάνιας) «καλά ρε μαντάμ, μια μπριτζόλα δεν έχετε εδώ, μ’ αυτη τη μαλακία τη σαλάτα θα τη βγάλουμε και το σαντουϊτσάκι; Γιά γύφτους μας περάσατε; Ξέρεις κυρά μου ποιός είμαι εγώ; Δεν ξέρεις, ε; Φέρε μια μπύρα σε παρακαλώ και νάναι κρύσταλλο παγωμένη, κατάλαβες μαντάμ; Κρύσταλλο. Αντε μη χέσω μαλάκες κουλτουριάρηδες που θα φάω εγω σαλάτα με φακές και μπρόκολο». Τον κρεμάω αυτόν τον πούστη ανάποδα στην πλατεία Συντάγματος και του πετάω – μεταλλικά αιχμηρά – βελάκια, όπως στα Λούνα-Πάρκ, ευχαρίστως. Αλλά κι από τη άλλη να βλέπω την κυρία Μαρίνα που δουλεύει απο 10 χρονών καθαρίστρια, υπηρέτρια και μετά θυρωρός ΚΑΙ καθαρίστρια, να χάνει δυό συντάξεις έτσι, χωρίς να φταίει πραγματικά καθόλου, δεν ξέρω, δεν μου κατεβαίνει εύκολα να το χωνέψω, πονάει, αγρειεύομαι – δεν ξέρω πως να το περιγράψω : Θυμώνω.

Διαβάζω τον Παπαχελά και συμφωνώ με χίλια, διαβάζω τον Τέλλογλου συμφωνώ ακόμα παραπάνω, διαβάζω τον φίλο μου τον Σπύρο στο AV Forum και συμφωνώ και μαζί του που μας λέει όλους εμάς στο Protagon.gr Γερμανοτσολιάδες και επιμένει πως αν ήταν Κατοχή εμείς θα είμασταν οι πρώτοι δωσίλογοι. Θυμώνω με τους απεργούς, βλέπω κόκκινα και με τα (αθώα) παλληκάρια, αστυνομικούς ντυμένους στολές Blade Runner δίπλα στις κλούβες, πάνοπλα μπροστά στην Αμερικάνικη Πρεσβεία, ή την Αγγλική εδω πιό κάτω, ή στα Εξάρχεια, παντού σ΄ όλη τη διαδρομή απο πλατεία Βικτωρίας, Μουσείο, μέχρι Ναυαρίνου, Σόλωνος, Σκουφά.

Πάω στην Καλλιδρομίου που είναι η «ΙΝΔΙΚΤΟΣ» και μένει και ένας φίλος μου, ο Βαγγέλης, δίπλα στο τμήμα ακριβώς και κάνω συγχρόνως δύο σκέψεις ― «αχ, ευτυχώς εδω υπάρχει ασφάλεια, ο Βαγγελάκης μου δεν θα φάει καμμιά αδέσποτη μολότωφ και ο Μανώλης με τον Πέτρο επίσης», και, συχρόνως «αμάν πιά, Ιράκ είμαστε, έτσι θα ζήσουμε, τι αστυνόμευση είναι αυτή, πώς τολμάει ετούτος ο ενστολος και ρωτάει «πού πάω» μέσα στην ίδια μου την πόλη την ώρα που κατεβαίνω πρός το λόφο του Στρέφη να πάω στον εκδότη μου. Τι θα πεί «πού πάω» ρε μαλακισμένο; Όπου θέλω πάω. Λογαριασμό θα σου δώσω μούλικο, ε μούλικο;». Ολα αυτά μαζί, ένα πακέτο. Ενα μπέρδεμα.


Και τα μέτρα, και η κυβέρνηση, και η αντιπολίτευση, οι απεργίες, οι θαυμαστές της Ayn Rand, στούς οποίους συμπεριλαμβάνομαι και εγω πρώτος-πρώτος, απο τότε που η Ντόρα η Ράλλη μου είχε δώσει να διαβάσω το “We the Living”, στα 16-17 μου ακόμα, το 1969 με 70 δηλαδή, πράγμα που με οδήγησε καλπάζοντας στο “Atlas Shrugged”, στο “Fountainhead” , στο “The Virtue o Selfishness” και, βέβαια, στο “Capitalism : The Unknown Ideal” – το πρώτο μέγα mainstream βήμα του Νεοφιλελευθερισμού, που όμως τότε δεν ήξερα τι εσήμαινε και που θα οδηγούσε. Ολα αυτά μαζί, ένας αχταρμάς, μαζί και ο Κοντομηνάς, ο ευγενέστος δικαστικός κλητήρας για την κάρτα μου που πέρασε πιά σε «νομικά χέρια» λόγω της, “πάρα πολύ σοβαρής είναι αλήθεια”, καθυστερησής της, ο φίλος μου ο Πασοκτζής που τον λατρεύω, ο άλλος ο Νεοδημοκράτης που κόβω το δεξί μου χέρι γι’ αυτόν, η άλλη Ντόρα (όχι η Ράλλη, η Μπακογιάννη) που εκτιμώ αλλά συγχρόνως «κάτι δεν μου πάει», ο Γ.Α.Π που τον νοιώθω σαν αδερφό μου αλλά απο την άλλη δεν είμαι σίγουρος αν θα ήταν εκεί που είναι αν δεν ήταν «κληρονόμος», τον Σαμαρά που έτρεξα να τον ψηφίσω και τώρα τον παρακολουθώ και δεν μπορώ να διακρίνω τι προτείνει και τι σκέπτεται, ο Τσίπρας που θα ήτανε μια κάποια λύση (κάτω απο πολύ συγκεκριμένες και πολύπλοκες προϋποθέσεις), η Αλέκα που μια χαρά τα λέει αλλά είναι σαν ανύπαρκτη ή σαν πολύ παλιό σινεμά (χωρίς χαλιμά), ο γλυκύτατος και ευγενέστατος και ό,τι θέλετε κ. Παπακωνσταντίνου που όλα τα χειρίζεται κατα τον καλύτερο τρόπο αλλά, παρ΄όλ΄αυτά κάτι, κάτι δεν μου κάνει – και ξανά, τα μέτρα, τα μέτρα, τα μέτρα, αυτά που πάρθηκαν και αυτά που θα 'ρθουν και αυτά που μελετώνται.


Ειλικρινά σας λέω τη νοιώθω λίγο σαν αναπηρία αυτή την ανικανότητά μου να διαμορφώσω σαφείς και ξεκάθαρες θέσεις και τοποθετήσεις μπροστά στα γεγονότα που ζούμε. Είμαι ήδη 57. Έχω αργήσει. Πρέπει κάποτε να αποφασίσω επιτέλους «με ποιούς θα πάω και ποιούς θ΄αφήσω». Αν οχι για κανέναν άλλον λόγο, τουλάχιστον για να μην στεναχωριέμαι και να γράφω «από θέση» τους φετφάδες μου – και να «διαγράφω» όποιον διαφωνεί μαζί μου. Αλλά δεν το βλέπω. Δεν θα μου συμβεί.

Πάντα έτσι θα μείνω, εκκρεμής και επιρρεπής στο δίκηο και του ενός και τού άλλου, και του δικού μου και του εχθρού μου και του θύματος και του θύτη. Γιατί τελικά ποιός «έχει δίκηο» και ποιός «έχει άδικο»; Είναι όλα θέμα οπτικής γωνίας. Αν στήσεις την κάμερα και την χώσεις με τρίποδο στο μπετόν, πάει, θα βλέπεις μόνον απο εκεί και θα ησυχάσεις ίσως, θα χάσεις όμως το βλέμμα το ανοιχτό, το πολύτιμο. Και αν περιφέρεσαι, όπως εγώ, μια απο δώ, μια απο κεί, με την κάμερα στον ώμο, ποτε δεν θα το αποφασίσεις «με ποιούς θα πάς και ποιούς θ΄αφήσεις» γιατί, στην τελική, όλοι άνθρωποι είμαστε και όλοι έχουμε και δίκηο και άδικο την ίδια στιγμή.

Με ποιόν να πάς και ποιόν ν’ αφήσεις; Αφού, στο κάτω-κάτω της γραφής, όλοι μαζί ένα πράγμα είμαστε, μια κοινωνία. Και «πώς αλλοιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι» όπως λέει και ο Ελύτης στο «Μονόγραμμα».



Δεν υπάρχουν σχόλια: