του Άρη Δαβαράκη protagon.gr
Είχα πολύ τρέξιμο χθες Τετάρτη, και μετά από ένα μεσημεριανό ραντεβού για δουλειά στη Φιλελλήνων, μέχρι να γίνει 5 που θα έπρεπε να είμαι στον 98,4FM για εκπομπή, αποφάσισα να πάω στο εστιατόριο-καφέ του Μουσείου της Ακρόπολης και να σκεφτώ πραγματικά «διαφορετικά». Έτσι όπως κάθισα με τον διπλό εσπρέσο μου, το λαπ-τοπ με το στικάκι ανοιχτό μπροστά μου και τον βράχο απέναντι, κάτι έπαθα. Είχα αγοράσει και την Καθημερινή και διάβασα το πρωτοσέλιδο άρθρο του Αλέξη Παπαχελά με τίτλο «Μαγικό χάπι δεν υπάρχει» είχα κάνει λίγο νωρίτερα μια ενδιαφέρουσα κουβέντα όπου.. «έπαιξε» και ο στίχος του Ελύτη που μας λέει «να μνημονεύουμε Διονύσιο Σολωμό και να μνημονεύουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», ήταν και ωραία μέρα, είχα δει φάτσες χαμογελαστές στο μετρό, βρέθηκα ξαφνικά να αναρωτιέμαι μόνος μου τι στην ευχή είναι αυτό που πάει τόσο στραβά και το «κάθε πέρυσι και καλύτερα» έχει καταντήσει νόμος αδιάψευστος χρόνια και χρόνια τώρα; Πώς τα διαχειριστήκαμε τόσο στραβά τα πράγματα; Και αυτή τη στιγμή γιατί δεν υπάρχει κανείς λογικός άνθρωπος να υψώσει το ανάστημά του και να πει, «ελάτε εδώ, το πλοίο βουλιάζει, δεν έχουμε άλλα περιθώρια»;
Τι θέλω να πώ; Μακάρι να ήταν αρκετά σαφές: Αυτός ο βράχος απέναντί μου που πάνω του χτίστηκε η Ακρόπολη της Αθήνας τον 5ο π.Χ αιώνα, έχει μια δύναμη, μια διάρκεια, δεν τον κουνάει τίποτα – και με τον τρόπο του κάτι σε διδάσκει, ή απλώς ανασύρει καλά θαμμένες σκέψεις και συνειρμούς που ζουν στο υποσυνείδητο λιγάκι σαν να ντρέπονται τον «σύγχρονο κόσμο». Τον ζήλεψα τον βράχο για την σταθερότητά του. Οι άνθρωποι που σήμερα τον περιβάλλουμε και ευρύτερα, στην περιφέρειά του, τον κατοικούμε, είμαστε τόσο ανεπαρκείς, τόσο μια εδώ και μια εκεί, τόσο «εν μέρει Εθνικοί και εν μέρει Χριστιανίζοντες» που λέει και ο Καβάφης – σαν να μην έχουμε πια σπονδυλική στήλη, σαν τα τα μαλάκια, εύκαμπτοι και μελαγχολικά επιρρεπείς στο κατά πού φυσάει ο άνεμος. Είμαστε πια οι Έλληνες που ζούμε στην Ελλάδα, τόσο ανεπαρκείς, τόσο «λίγοι», τόσο δειλοί και αδύναμοι και κότες – που βλέπεις αυτόν τον βράχο και αν σου έχει μείνει λίγη ντροπή ακόμη, ντρέπεσαι. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Ήρθε στο μυαλό μου το πορτραίτο του παππού Διονύση, του Κερκυραίου, που είναι κρεμασμένο σπίτι. Φοράει τη στρατιωτική στολή του αξιωματικού, κρατάει το σπαθί του και στην επωμίδα διακρίνω ένα ασημένιο αστέρι. Στο πηλήκιο ένα από τα τρία παράσημά του – επ΄ανδραγαθία. Τα είχα, μου τ΄ αφησε η μητέρα μου προσεκτικά τυλιγμένα μέσα στο βελούδινο κουτί τους πριν «φύγει» το 79, εγώ όμως τα έχασα σε κάποια μετακόμιση – δεν είχα εξάλλου συναίσθηση της αξίας τους. Χρειάστηκε να φτάσω σε μεγάλη ηλικία για να καταλάβω τι σημαίνει να πολεμάς επί εφτά ολόκληρα χρόνια, στήθος με στήθος με τον εχθρό, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, μακρυά από την οικογένεια και τα μωρά παιδιά σου.
Εφτά χρόνια στους Βαλκανικούς. Και το 1912 που «πήραμε την Θεσσαλονίκη», ήταν εκεί. Έχω φωτογραφία του, καβάλα στο άλογο, πάλι με τη στολή του και τις μπότες, με την ημερομηνία σημειωμένη από κάτω καλλιγραφικά με μαύρο, κατάμαυρο, ανθεκτικό μελάνι : 12/12/12. Του Αγίου Σπυρίδωνα κιόλας, του Πολιούχου της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κέρκυρας. Θα την γιορτάσουμε άραγε την εκατονταετηρίδα ή μήπως κάτι τέτοιο θα ήταν «προσβλητικό» για τους φίλους μας τους Βουλγάρους και τους άλλους αδελφούς υποψηφίους Ευρωπαίους, Μακεδόνες;
«Who knows?», θα μου έλεγε ένας φίλος μου που τον αγαπώ πολύ γιατί είναι Αμερικάνος, κυνικός και Φιλέλλην. «Κάτσε να δούμε πρώτα αν θα υπάρχετε ως ανεξάρτητη Εθνική οντότητα ως το '12. Εδώ ο Παπαχελάς υποστηρίζει σε μια από τις εγκυρότερες εφημερίδες σας ότι «η χώρα έχει χρεοκοπήσει» και οι 30 πιο δραστήριοι επιχειρηματίες σας είναι απελπισμένοι και διαπιστώνουν ότι η Ελλάδα ήδη «επί της ουσίας έχει κηρύξει στάση πληρωμών». Μη βιάζεσαι λοιπόν. Απόλαυσε τη μέρα αυτή, seize the day, κράτα καλά τη στιγμή, ενσωμάτωσέ την στην ευρύτερη αλήθεια σου και περίμενε. Έχει ο καιρός γυρίσματα. Ποτέ δεν ξέρεις το αύριο τι θα φέρει».
Ναι. Και πέρασε η ώρα και όπως κατέβαινα από τον 2ο όροφο του Μουσείου σταμάτησα ένα λεπτάκι στις Καρυάτιδες και τις παρατήρησα, όπως μου έμαθε ο φίλος μου Μανώλης Βελιτζανίδης, που διάλεξε την αρχαία λέξη ΙΝΔΙΚΤΟΣ για να βαφτίσει τις εκδόσεις του: Κοίταξα τις πλάτες τους, αυτές που έτσι κι αλλιώς δεν φαινόντουσαν – πώς πέφτει όμως το ρούχο, πώς το τραβάει η βαρύτητα και πώς διπλώνει απαλά της χλαμύδας το ύφασμα, διακριτικά, σκαλισμένο στην πέτρα πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Μια τόση δα πτυχή, πόσο μεγάλη σημασία και νόημα είχε για τον γλύπτη και για τους βοηθούς του – και πόσο αυτό την κάνει αιώνια, ε;
Πέμπτη 15 Απριλίου 2010
»Άλλη πολη μεσ' στην πολη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου