Γράφει ο Aντωνης Καρκαγιαννης ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Τα δύο τελευταία χρόνια συχνά ακούω τον όρο «νέος πατριωτισμός». Γράφεται και λέγεται με διάφορες εκδοχές νοήματος ανάλογα με τον χρήστη του όρου, άλλοτε με κάποια σαφήνεια και άλλοτε συγκεχυμένα. Ομολογώ ότι τον ακούω με ευχαρίστηση και ελπίδα γιατί, αν μη τι άλλο, κάποιοι, σε μια κατακερματισμένη κοινωνία σε μικρές και μεγάλες ομάδες αντιφατικών συμφερόντων, υπάρχουν μερικοί αιθεροβάμονες που από εσωτερική αιτία και παρόρμηση ή από συναίσθηση ευθύνης, μάταια έστω αναζητούν κάποιο σημείο συνάντησης και σύμπτωσης, κάποιο γεγονός, κάποια κατάσταση ή κάποιες αντιλήψεις που στοιχειωδώς θα μπορούσαν να ορίσουν το.. «γενικό συμφέρον». Ενα ισχυρό μίνιμουμ που θα μπορούσε να διαπεράσει την εγωιστική περιχαράκωση σε συμφέροντα ομάδων, π. χ. συντεχνιακών ή ακόμα και τάξεων. Στο κάτω κάτω, είναι ακόμη ζωντανή η πραγματικότητα του έθνους μέσα στο οποίο ζουν, αγωνίζονται και συναγωνίζονται οι τάξεις και επιβάλλουν ως βασική προϋπόθεση το δημοκρατικό πολίτευμα σε μια ανοιχτή και πολυδιάστατη κοινωνία.
Εν πάση περιπτώσει, αξίζει τον κόπο να ψάξουν μερικοί στον υπολογιστή και να δουν, αν είναι εφικτό, πότε και από ποιους άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος. Με ποιο περιεχόμενο και με ποιο σκοπό. Η πολιτική μας ηγεσία δεν χρησιμοποίησε τον όρο, αλλά ο πρωθυπουργός, ο Γιώργος Παπανδρέου, κατ’ επανάληψη αναφέρθηκε στη συνολική επαναδιαπραγμάτευση όλων των συντελεστών της οικονομίας μας και των σχέσεων με το ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον, ως εθνική υπόθεση.
Οπως συμβαίνει σ’ έναν πόλεμο, όπου ξεχνούμε όλες τις διαφορές για να κερδίσουμε τον πόλεμο.
Σοβαρά στοιχεία αναζήτησης «κοινού συμφέροντος» παρατηρούμε και στη μείζονα αντιπολίτευση. Δεν είναι μόνο η εκλογική ήττα που την οδηγεί στην αναζήτηση αυτή. Είναι ακόμη και τα ελάχιστα στοιχεία πατριωτικού φρονήματος που μας έχουν απομείνει. Είναι όμως, προπαντός, η συναίσθηση της ευθύνης, γιατί ακόμα η Νέα Δημοκρατία, σέρνοντας πίσω, τόσο ως αντιπολίτευση όσο και ως κυβέρνηση, εξακολουθεί να είναι μέρος του προβλήματος και όχι δύναμη για την επίλυσή του. Το ίδιο και πιο τραγικά συμβαίνει με το ΠΑΣΟΚ. Είναι και αυτό μέρος του προβλήματος, κάτι περισσότερο, είναι δημιούργημά του. Το βλέπουμε καθημερινά.
Προχθές άκουσα να λέγεται ότι τα νέα οικονομικά μέτρα θα διαλύσουν ή θα αλλοιώσουν το ΠΑΣΟΚ. Και είπα μέσα μου: «Αμάν και πότε, πολύ άργησαν». Το ίδιο θα έλεγα και για τη Ν. Δ. Παρ’ όλα αυτά, θέλω να πιστεύω ότι, αν η πολιτική είναι ικανή, είναι ακόμα ικανή να μας οδηγήσει στο δρόμο του «κοινού συμφέροντος», αν ακόμη υπάρχουν ίχνη «κοινού συμφέροντος», αυτή η πολιτική περιβάλλει δύο πρόσωπα και τα εξοπλίζει με μεγάλη δύναμη, ανεξάρτητα από τα κόμματα των οποίων ηγούνται. Είναι ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αντώνης Σαμαράς. Οχι γιατί αυτοί είναι οι ικανότεροι όλων των άλλων ή γιατί έχουν ταλέντο, αλλά γιατί οι περιστάσεις το απαιτούν.
Αν και αυτοί δεν κατορθώσουν να βγουν έξω από τα κόμματά τους και τις κομματικές επιμέρους σκοπιμότητες και να πιστέψουν οι ίδιοι ότι ασκούν «εθνική πολιτική», τότε κατ’ ανάγκη θα περιπέσουμε στη δικαιοδοσία των αρχηγίσκων, των κομματαρχών και των ανεκδιήγητων κομματικών συνδικαλιστών.
Πιο καθαρή, αλλά και πιο ανεδαφική είναι η θέση του ΚΚΕ. Καταστατικά ορίζεται ως «κόμμα της εργατικής τάξης», που υπηρετεί τα συμφέροντά της. Η διατύπωση αυτή πράγματι ορίζει ένα σημείο «κοινού συμφέροντος». Αλλά ποτέ δεν όρισε τι εννοεί με τον όρο «εργατική τάξη». Οτιδήποτε και αν εννοούμε με τον όρο «εργατική τάξη», αυτή δεν διαμορφώνεται και δεν αγωνίζεται έξω από την υπόλοιπη κοινωνία. Ζει και αγωνίζεται μαζί της, η μία εξαρτάται από την άλλη. Τουλάχιστον στο κοινωνικοπολίτευμα στο οποίο ζούμε, όπου όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, αλλά ασκούνται σύμφωνα με τους νόμους και το Σύνταγμα και μέσω των θεσμών.
Συνθήματα όπως «νόμος είναι το δίκαιο του εργάτη» ή «ανυπακοή στο νόμο» ή «πόλεμος κατά της δημοκρατικής νομιμότητας» υπονοούν και παραπέμπουν σε μια εργατική τάξη έξω από την υπόλοιπη κοινωνία. Εξω και απέναντι, σε θέση μάχης. Υπάρχουν συμφέροντα της εργατικής τάξης, υπάρχουν διεκδικήσεις, αλλά τέτοια εργατική τάξη, έξω και απέναντι στην υπόλοιπη κοινωνία. Και φυσικά αναιρούν την αναζήτηση «κοινού εθνικού συμφέροντος» από την πλευρά του ΚΚΕ. Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του που εντελώς φαντασιακά αντέταξε τα «συμφέροντα της εργατικής τάξης» στα συμφέροντα της υπόλοιπης κοινωνίας και τελικά του έθνους. Σε όλες τις περιπτώσεις, χωρίς καμία εξαίρεση, οδήγησε τους οπαδούς του σε οδυνηρή και ταπεινωτική ήττα. Αντιθέτως, τη μία ή δύο περιπτώσεις που για λογαριασμό της εργατικής τάξης άσκησε ευρύτερη πολιτική για όλες τις τάξεις της κοινωνίας, κατέκτησε δύναμη και κύρος.
Το ΚΚΕ τα γνωρίζει αυτά και αντιλαμβάνεται τα αδιέξοδα. Ακριβώς επειδή τα γνωρίζει, προσφέρει στους οπαδούς του τη φενάκη της «επανάστασης» για την ανατροπή του ισχύοντος καθεστώτος. Δεν αναζητεί «κοινό συμφέρον» σε οποιαδήποτε συλλογικότητα και προωθεί συνθήματα που στρέφονται στην ανατροπή του καθεστώτος.
Παραμένει μετέωρο το ερώτημα: Πιστεύω ότι πολλοί και από διαφορετικές αφετηρίες αναζητούν το κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο του «νέου πατριωτισμού». Θα μας βοηθούσε πολύ αν ερευνούσαμε το περιεχόμενο του «παλιού πατριωτισμού» και πώς αυτός παρεμβάλλεται στη σύγχρονη προβληματική.
Πώς να ανακάμψετε από υπερκατανάλωση ζάχαρης: Συμβουλές για επιστροφή στην
ισορροπία
Πριν από 11 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου