Λεωφόρος μπάι πας
06/01/2010 protagon.gr του Αντώνη Σουρούνη
Να, γι' αυτό μ' αρέσει η Θεσσαλονίκη!.. είπε δείχνοντας έξω από την μπαλκονόπορτα. Πρωί πρωί και οι άνθρωποι κάνουν τη βόλτα τους στην παραλία.
Είχαμε έρθει από την Αθήνα για μια τιμητική βραδιά που διοργάνωνε το περιοδικό «Αυλαία» στην «Αίγλη» και οι αρμόδιοι μας φιλοξενούσαν στο «Μακεδονία Παλάς».
Το περιοδικό δεν το γνώριζα, αλλά με την «Αίγλη» ήμουν ερωτευμένος από τον καιρό που εγώ ήμουν παιδί κι αυτή σινεμά, ενώ το «Μακεδονία Παλάς» το αγάπησα σε μια άλλη τιμητική βραδιά που διοργάνωσε ο Δήμος της... πόλης και είδα για πρώτη φορά τη μάνα μου να κλαίει από χαρά εξαιτίας μου. Με την ευκαιρία κανόνισα κι ένα ραντεβού με φίλο μου καρδιολόγο για κάτι αρρυθμίες που ένιωθα τελευταία, αλλά γι' αυτό δεν της είχα πει κουβέντα.
Ανασηκώθηκα στο μεγάλο κρεβάτι και είδα τη μεγάλη θάλασσα και τα μεγάλα πλοία που περίμεναν σκόρπια και ήρεμα να μπουν στο λιμάνι, όπως περιμένουν και τα μεγάλα αδέσποτα σκυλιά να τα καλέσεις κοντά για να τα ταΐσεις.
-Τόσο πολλοί άντρες κι ούτε μια γυναίκα!.. αναφώνησε πάλι. Και κανείς δεν κρατάει στα χέρια του κάτι, τα κουνάνε μόνο σαν κουπιά, λες και πλέουν σε ορμητικό χείμαρρο. Ή σαν μπαστούνια του σκι και τσουλάνε πάνω στο χιόνι. Ή σα να βουλιάζουν στη θάλασσα και προσπαθούν να σωθούνε.
Προσπάθησα κι εγώ να συγκρατήσω τα λόγια της. Συχνά πετούσε τέτοιες φράσεις, αλλά δεν μπορούσα να κρατάω και τεφτέρι να σημειώνω, θα το χρησιμοποιούσε εναντίον μου. Οπως έγινε και με το μαγείρεμα, που στεκόμουν πίσω της και παρακολουθούσα τα εδέσματα και πώς τα παρασκευάζει, ώσπου μου είπε: «Δεν αγαπάς εμένα, αλλά τα φαγητά που μαγειρεύω και τρως». Αυτό το είχα πια συνηθίσει, όμως ποτέ δεν θα μπορούσα να συνηθίσω το «Δεν αγαπάς εμένα, αλλά τα λόγια που λέω κι εσύ τα γράφεις». Ηδη μ' αυτά που έλεγε κι αυτά που μαγείρευε δεν ήταν και τόσο άμοιρη για τις αρρυθμίες μου, αν άκουγα κι αυτό μπορεί να πάθαινα καρδιακό επεισόδιο.
-Το μόνο παράξενο, συνέχισε, είναι ότι κανείς τους δεν κοιτάει τη θάλασσα και τον ουρανό, όλοι κοιτάνε ίσια μπροστά τους.
Σηκώθηκα και πήγα κοντά της. Πραγματικά, έτσι ήταν. Αντρες με αθλητικά παπούτσια βάδιζαν γρήγορα, χωρίς να βλέπει ο ένας τον άλλο, χωρίς να τους νοιάζουν αυτοί που έρχονταν απ' αντίκρυ, από πίσω, από πλάι, βάδιζαν κοιτώντας πέρα μακριά, σα να έψαχναν να βρουν το τέρμα της πορείας τους, εκεί που έπρεπε να είχαν φτάσει από καιρό κι είχαν καθυστερήσει.
-Μόνο εκείνα τα δυο αδέσποτα σκυλιά πάνε με το πάσο τους και κοιτάνε ολόγυρα, έδειξε.
Κι εμείς έτσι, σαν τα αδέσποτα σκυλιά πηγαίναμε κάποτε, όταν ερχόμασταν με τους φίλους μας και περπατούσαμε πλάι στη θάλασσα για να βλέπουμε τα ψάρια κι εκείνα εμάς. Κι έπειτα με τα κορίτσια μας, που σκύβαμε αγκαλιασμένοι πάνω από το νερό, για να θαυμάσουμε το πόσο αγαπιόμαστε. Και μετά με τις γυναίκες μας. Και πιο μετά με τις σκέψεις μας. Σήμερα οι πιο πολλοί έρχονται με μπαλονάκια, βηματοδότες, μπάι πας και αλλαγμένες βαλβίδες, λες και πρόκειται για παλιά επιδιορθωμένα αυτοκίνητα.
-Πάμε να περπατήσουμε κι εμείς μαζί τους; πρότεινε χαρούμενα.
Ερχόμαστε και με τους φόβους μας. Σα να αμαρτάναμε όλα μας τα χρόνια και μόνο με το συνεχές περπάτημα θα εξιλεωθούμε και θα συγχωρεθούν οι αμαρτίες μας.
-Αχ, τι ωραία που είναι!.. ανάσανε βαθιά όταν βγήκαμε έξω. Νιώθω την καρδιά μου γεμάτη από ωραία πράματα. Αυτή την παραλία έπρεπε να τη λένε λεωφόρο της καρδιάς - δεν θα 'ταν καλό; γέλασε.
Καλό θα 'ταν, όμως δεν ήθελα να νομίζει πως εκτός από συνταγές κλέβω και τα λόγια της. Γι' αυτό θα 'πρεπε κάπως να την αλλάξω. «Λεωφόρο μπάι πας», έτσι θα την έλεγα, αν κάποτε έγραφα γι' αυτήν. Ασχετα αν μέχρι τότε περπατούσα ακόμα με το πάσο μου σαν τα αδέσποτα σκυλιά ή βιαζόμουν μαζί με τους άλλους.
* Η πρώτη δημοσίευση αυτού του κειμένου έγινε στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”
Απελευθέρωση του Τζορτζ Αμπνταλλάχ, υπό τον όρο να εγκαταλείψει τη Γαλλία;
Πριν από 22 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου