Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

»Δυο εικoνες και μια «πτωχευση»




του Σταύρου Θεοδωράκη
από το protagon.gr

Πρωί Τετάρτης βρέθηκα στην «κορφή» της πλατείας Συντάγματος. Στο καφέ δηλαδή που έχει δημιουργηθεί στον τελευταίο όροφο του Public. Εκεί ήταν το ραντεβού με τον Χόρχε Μπουκάι, τον μεγάλο «παραμυθά» της ψυχοθεραπείας. Τα βιβλία του («Ιστορίες να σκεφτείς» και άλλα 20!) θεωρούνται κάτι σαν σύγχρονα ευαγγέλια ευτυχίας.
Συζητούσαμε λοιπόν χαζεύοντας προς την πλατεία. Μποτιλιάρισμα και κορναρίσματα, Νιγηριανοί με άσπρα σεντόνια και τσάντες μαϊμούδες, λιμουζίνες παρκαρισμένες αυτάρεσκα μπροστά στα «καλά μας» ξενοδοχεία, εργάτες που ετοίμαζαν το Χριστουγεννιάτικο δέντρο… Η κανονική Αθήνα της «αναρχίας» δηλαδή όταν ξαφνικά στις 12 οι δρόμοι άρχισαν να αδειάζουν από αυτοκίνητα. Ταυτόχρονα κλούβες των ΜΑΤ έκαναν οδοφράγματα για να προστατεύσουν την Βουλή.


Ξαφνιαστήκαμε τόσο που βγήκαμε στην βεράντα. Ήθελα να πω κάτι στον συγγραφέα αλλά πραγματικά δεν ήξερα τι θα συμβεί. Η Αμαλίας, η Βασιλίσσης Σοφίας, η Πανεπιστημίου, η Σταδίου είχαν σταματήσει να τροφοδοτούν με αυτοκίνητα την μεγάλη πλατεία. Από την Πανεπιστημίου μετά από 5-10 λεπτά εμφανίσθηκε μια μικρή ομάδα διαδηλωτών. 70 – 80 άτομα. Ένα πανό, μια νουντούκα, αργό βήμα, καθόλου πάθος. Χαμογέλασα σχολιάζοντας ότι είμαστε θερμός λαός και σε λίγο η πλατεία θα πλημμυρίσει από χιλιάδες διαδηλωτές. Δεν ήξερα βέβαια το λόγο αλλά κάτι θα έβρισκα να του πω (άλλωστε ο Μπουκάι σε λίγες ώρες θα έφευγε για Μπουένος Άιρες άρα δεν θα είχε και μεγάλη σημασία αν του έλεγα και κανένα ψέμα - «φοιτητές ζητούν πιο σύγχρονα πανεπιστήμια» ή «θέλουν περισσότερο πράσινο οι κάτοικοι των δυτικών προαστίων»).



Τα λεπτά όμως περνούσαν και οι 80 έμεναν 80. «Δεν είναι πολλοί» άκουσα ένα σχόλιο δίπλα μου (ή μήπως μέσα μου;) και άρχισα να μετράω. 80-90-100-110-120-121-122. Εκατόν είκοσι δύο. Όσο και να προσπαθούσα δεν ήταν ούτε ένας παραπάνω. Και εννοώ τους διαδηλωτές μαζί με τους δημοσιογράφους, τους φωτογράφους, τους καμεραμάν και καμιά δεκαριά τύπους που είχαν εισέλθει τα τελευταία λεπτά στην συγκέντρωση (αργόσχολοι περαστικοί ή ασφαλίτες που μπήκαν «για να κόψουν κίνηση»). Η ώρα πέρασε, η συνέντευξη με τον συγγραφέα τελείωσε, οι δρόμοι παρέμεναν κλειστοί αλλά οι διαδηλωτές ποτέ δεν αυξήθηκαν. Αυτή λοιπόν ήταν η Αθήνα από ψηλά, μεσημέρι Τετάρτης. 122 διαδηλωτές (με τους ασφαλίτες μέσα) και γύρω - γύρω μια πόλη να υποφέρει.


Μετά τον αποχαιρετισμό μου με τον Μπουκάι έβαλα ξανά τα ακουστικά του ραδιοφώνου. Τα πρωινά αρνητικά νέα για την Οικονομία επέμεναν. Πάμε για πτώχευση ή δεν πάμε; Στο δρόμο προς το γραφείο πέρασα από το «αγαπημένο μου Λύκειο». Όποτε πετυχαίνω τα παιδιά στο διάλλειμα η διάθεση μου ομορφαίνει, στα ελάχιστα έστω δευτερόλεπτα που ακούω τις φωνές τους και μέχρι να προσπεράσω με την μηχανή την αυλή και τις μπασκέτες. Αυτή την φορά όμως ούτε διάλλειμα ούτε τίποτα. Μόνο ένα πανό που έλεγε «δεν ξεχνώ - κατάληψη» και μια παρέα μαθητών που έπαιζε τάβλι καπνίζοντας και κοιτώντας αυστηρά τους περαστικούς έξω από τα κάγκελα.
Στο ραδιόφωνο είχαν τελειώσει τα νέα και είχαν αρχίσει τις αναλύσεις. «Δεν πάμε καλά και μπλα μπλα μπλα, μπλα μπλα μπλα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: