Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

»Πως αισθανεται ο Ελληνας;

9/12/2009
του Ηλία Κανέλλη protagon.gr

Αν κάνετε, τις ημέρες αυτές, ένα γύρο στον ελληνικό κυβερνοχώρο, και το κάνετε απροκατάληπτα, σίγουρα θα πέσετε σε ένα από τα πάμπολλά δημοσιεύματα κατά της Θάλειας Δραγώνα. Τι αγράμματη την ανεβάζουν, τι «χειρότερη από τη Ρεπούση» την κατεβάζουν (διότι το όνομα Ρεπούση καταχωρίστηκε πλέον στην ελληνική κοινή του εθνοπρεπούς αυτισμού ως συνώνυμο του εθνικού ολετήρος).Με λίγα λόγια, μόνιμη επωδός όλων αυτών των πανομοιότυπων δημοσιευμάτων, η κατηγορία ότι η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θάλεια Δραγώνα (του περιβάλλοντος Σημίτη, λένε μονότονα τα δημοσιεύματα) είναι, τουλάχιστον, προδότρια της πατρίδας της. Και δεινότερο το όνειδος, σύμφωνα πάντα με τα δημοσιεύματα αυτά, το ...ότι σήμερα είναι στέλεχος της κυβέρνησης – εργάζεται στη γραμματεία του υπουργείου Παιδείας (και, για να μην ξεχνιόμαστε, ακόμα: και Θρησκευμάτων).

Είναι προφανές ότι στο πρόσωπο της Θάλειας Δραγώνα η ακροδεξιά του Γιώργου Καρατζαφέρη βρήκε ένα σύμβολο αντιπαράθεσης για τα στενά ζητήματα της ακροδεξιάς ατζέντας. Αντιπαράθεσης όχι μόνο με το ΠΑΣΟΚ και την (ας την πούμε) κοσμοπολίτικη αριστερά (πάντα υπάρχει, όμως, και η αριστερά που ομνύει στον καταλυτικό ρόλο των εθνικών κρατών). Αντιπαράθεσης ιδίως με τη Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά, στην οποία (ακόμα κι αν, προς το παρόν, το κρύβουν) η ιδέα του έθνους έχει καταβροχθίσει κάθε φιλελεύθερη ιδέα, κάθε ευρωπαϊστικό σκίρτημα.

***

Αν για τον Καρατζαφέρη, πατρίδα μας «είν’ οι κάμποι, τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά, ο ήλιος της που χρυσολάμπει» κι όλα τα ωραία που μαθαίναμε στο δημοτικό (και αργότερα σχεδόν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με εξαίρεση το πανεπιστήμιο), για τη Θάλεια Δραγώνα (και για την ερευνητική ομάδα που συνεργάστηκε μαζί της στο βιβλίο «Τι είν’ η πατρίδα μας; Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση»: την Έφη Αβδελά, τη Νέλλη Ασκούνη, τη Λίνα Βεντούρα, τη Χ. Ιγγλέση, τον Γιάννη Κουζέλη και την Άννα Φραγκουδάκη) είναι κάτι προς διερεύνηση – όπως προς διερεύνηση είναι η σύγχρονη ταυτότητα, οι ιδέες περί αυτήν, το έθνος, οι ιδέες για τη μετεξέλιξη του έθνους, η Ευρώπη, η Ελλάδα στην Ευρώπη, η Ελλλάδα στον κόσμο, η παγκοσμιοποίηση… Ειδικά για το συγκεκριμένο βιβλίο, αντί για τις δεισιδαίμονες κραυγές των επικριτών του (που αμφιβάλλω αν κανείς γνωρίζει τι πραγματεύεται), προτιμώ να παραθέσω μέρος του σημειώματος με το οποίο παρουσιάζουν την έκδοση οι επιμελητές της:

«Το βιβλίο αυτό, στο οποίο συμμετέχουν κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι και ιστορικοί από τα πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Θράκης, περιέχει δεδομένα και αναλύσεις από δύο συλλογικές έρευνες: μια ανάλυση δείγματος σχολικών εγχειριδίων ιστορίας, γεωγραφίας και γλώσσας και μια έρευνα σε αντιπροσωπευτικό δείγμα εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, με αντικείμενο την εικόνα και την αξιολόγηση του ελληνικού έθνους και των άλλων εθνών.

Τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι τα σχολικά βιβλία περιγράφουν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων ίδια και αναλλοίωτα από την αρχαιότητα και αυτή η κατάργηση του ιστορικού χρόνου οδηγεί σε ταύτιση της αλλαγής και της εξέλιξης με την αλλοίωση και την παρακμή. Προβάλλουν την αρχαιότητα ως κυρίαρχη αξία και συστατικό της υπεροχής του ελληνικού έθνους, ενώ παράλληλα παρουσιάζουν το κοινωνικό και πολιτισμικό παρόν αρνητικά. Συγχρόνως παρουσιάζουν έμμεσα ή άμεσα αρνητικά όλα τα άλλα έθνη. Η αξιολόγηση του ελληνικού έθνους στηρίζεται λοιπόν στη ρομαντική αντίληψη και η αξιολόγηση των άλλων εθνών στην ευρωκεντρική επιστημονική παράδοση του 19ου αιώνα.

Αποτέλεσμα των δύο είναι ότι ο “ελληνισμός” παρουσιάζεται να έχει πολιτισμική υπεροχή σε σχέση με άλλα έθνη, με την αιτιολογία ότι διατήρησε αναλλοίωτα τα πολιτισμικά του χαρακτηριστικά από την αρχαιότητα, χωρίς ποτέ να έχει δεχθεί επιδράσεις από κανέναν άλλον πολιτισμό. Η αντίληψη αυτή διαμορφώνει μια αμυντική διάσταση της εθνικής ταυτότητας, με αποτέλεσμα η εξιδανίκευση του παρελθόντος να συνδυάζεται με αμηχανία απέναντι στο παρόν και φόβο για το μέλλον».
Οι ανοησίες που αντιπαραθέτει σύμπασα η εθνικοφροσύνη στην παραπάνω ευνόητη στους επιστημονικούς κύκλους προσέγγιση με τα εξίσου ευνόητα συμπεράσματα δεν είναι παρά μια σειρά ανεδαφικοί και ανάξιοι συζήτησης αρχαϊσμοί. Γι’ αυτούς, το έθνος είναι κάτι σαν Θεός – και ου λείψει το όνομα αυτού επί ματαίω. Μονότονα, κοντόθωρα, ηλίθια – όπως στις πιο γελοίες και πιο εγκληματικές ταυτόχρονα περιόδους της ελληνικής εθνικοφροσύνης.


Και επειδή κατά τα επιχειρήματα και οι πρακτικές, ο Γιώργος Καρατζαφέρης με τους βουλευτές του και τα στελέχη του (συν τη γνωμάτευση ορισμένων ακαδημαϊκών που, όπως και την εποχή της αντιπαράθεσης για την Ιστορία της Μαρίας Ρεπούση, ανέστησαν) επικαλείται ξεκάθαρα ακόμα και εθνοφυλετικούς όρους για να εκβιάσει ιδεολογικοπολιτικά το ακροδεξιό ακροατήριο και, επί τη ευκαιρία, να δημιουργήσει πρόβλημα και στην κυβέρνηση. Στο κάτω κάτω, το εθνοπατριωτικό ΠΑΣΟΚ συμμερίζεται τους αρχαϊσμούς που επικαλείται.

Σε αυτή την επίθεση, την αρχαϊκή, τη χυδαία, τη χωρίς αρχές, θα ήταν επικίνδυνο αν υπέκυπτε η κυβέρνηση. Σε κανονικές συνθήκες, ήδη η επίθεση αυτή θα είχε απαντηθεί αφενός από το πανεπιστήμιο και τους ανθρώπους του (το κείμενο των καθηγητών που δημοσιεύθηκε χθες είναι, πάντως, μια κίνηση ευθύνης από πρόσωπα με γρήγορα αντανακλαστικά), αφετέρου από τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα. Όλα τα κόμματα. Η Νέα Δημοκρατία δεν έχει λόγο να ξιφουλκεί για τις εθνοπατριωτικές παλιατζούρες του ΛΑΟΣ, τα σοβαρά στελέχη της και οι θεωρητικοί της γνωρίζουν πολύ καλά ότι ουδεμία πραγματική βάση έχουν τα επιχειρήματα Καρατζαφέρη, μόνο στο συμβολικό πεδίο έχουν αξία, αλλά και για συμβολικούς λόγους η Νέα Δημοκρατία θα έπρεπε να αναζητήσει τρόπους για να δείξει ότι τη χωρίζει βαθύ χάσμα από την ακροδεξιά. Το ΠΑΣΟΚ, αντί να σφυρίζει κλέφτικα, θα έπρεπε να έχει ήδη πει ότι, ναι, η Θάλεια Δραγώνα είναι στέλεχος του υπουργείου Παιδείας, τη στηρίζουμε κι ότι όσα γράφει στο κείμενό της που δημοσιεύεται στο επίμαχο βιβλίο, αλλά και όλο το υπόλοιπο επιστημονικό έργο της, είναι υψηλού κύρους στην επιστημονική κοινότητα, στην κατεύθυνση της σκέψης σε κάθε αξιοσέβαστο πανεπιστημιακό ίδρυμα σε ολόκληρο τον κόσμο και, φυσικά, η επιστημονική σκέψη δεν μπορεί να υφίσταται διώξεις επειδή στην Ελλάδα έχουμε μια καθυστερημένη ακροδεξιά που προσπαθεί να επιδιώξει με ιδεολογικές προβοκάτσιες. Ο Συνασπισμός, εκτός όλων των άλλων, έχει και μεγάλη επιρροή στο ελληνικό πανεπιστήμιο στα ιδεολογικά ρεύματα τα οποία επικαλούνται οι συγγραφείς του βιβλίου. Και το ΚΚΕ, για μια φορά έστω, θα μπορούσε με θάρρος να καταδικάσει τον εθνικισμό και την εθνικοφροσύνη, την επιθετικότητα και την εκδικητικότητα της οποίας πολλά μέλη και στελέχη του πλήρωσαν ακριβά τα μετεμφυλιακά χρόνια – κι άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι αριστερή είναι η ιδέα του διεθνισμού, δεν έπαψε να έχει ενδιαφέρον σήμερα επειδή δεν θα είναι κομμουνιστικός…

***



Έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Φοβάμαι ότι δεν θα γίνουν ακριβώς έτσι. Ελπίζω η αριστερά, έστω η αριστερά που δεν έχει πάρει διαζύγιο με τον ορθό λόγο, να ανταποκριθεί στον θεσμικό ρόλο της. Το ίδιο θα γίνει με το ΠΑΣΟΚ – δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν υπάρχει το κουράγιο για ρήξη ούτε με το πιο ιδεολογικά απομονωμένο κομμάτι του Καρατζαφέρη.
Για τη Νέα Δημοκρατία, πάντως, είμαι περισσότερο επιφυλακτικός. Ήδη, πολλοί θα συμφωνούν με τις αιτιάσεις Καρατζαφέρη, πολλοί θα φρικιούν με τον καταραμένο ανθελληνικό κοσμοπολιτισμό. Δεν είναι θέμα πολιτικού ελιγμού, είναι ζήτημα ιδεολογικής επιλογής. Αυτά πιστεύουν οι άνθρωποι – και (σχεδόν) κανείς στο κόμμα δεν μπήκε στον κόπο να τους πει ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Δείτε, για παράδειγμα, τι υποστηρίζει ο Προκόπης Παυλόπουλος, πανίσχυρος υπουργός έως τις προάλλες της κυβέρνησης Καραμανλή, αναφερόμενος στο προσχέδιο νόμου της σημερινής κυβέρνησης για την ιθαγένεια και τα δικαιώματα των μεταναστών. Ο τέως υπουργός διαφωνεί με το σχέδιο νόμου διότι, όπως λέει, «δίνει την ιθαγένεια πολλές φορές με όρους σχεδόν “αυτοματισμού”, σε ανθρώπους που δεν είχαν τέτοια πρόθεση και δεν αισθάνονται Έλληνες…».

Καταλάβατε. Αντί των θεσμικών ρυθμίσεων, το κορυφαίο στέλεχος της κυβέρνησης Καραμανλή πιστεύει ότι το κριτήριο της απόδοσης ιθαγένειας σε έναν μετανάστη είναι αν «αισθάνεται Έλληνας». Πώς αισθάνεται άραγε ο Έλληνας; Και πώς μπορεί να αποδείξει την ελληνική του αισθαντικότητα; Ποιο ελληνόμετρο μπορεί να τη μετρήσει;
Αν δεν γνωρίζει τον τύπο του ελληνόμετρου, ας ρωτήσει ο Προκόπης Παυλόπουλος τους συναδέλφους του στη Βουλή του Γιώργου Καρατζαφέρη.
Οι υπόλοιποι, απλώς, ας γρηγορούμε. Η καθυστέρηση έχει πολλά πρόσωπα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: