Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

»Πολυτεχνειο

Του Λευτέρη Π. Παπαδόπoυλου ΝΕΑ
Ξαναγράφω, για πολλοστή φορά, τους στίχους του Λειβαδίτη στο τραγούδι του με τον Μίκη για την αυριανή μεγάλη επέτειο: «Τα νεαρά ζευγάρια σαν αστέρια/ σ΄ ομορφαίνουν μαύρη πολιτεία/ Για μια στιγμή κρατιούνται από τα χέρια/ σκοτώνονται στην άλλη τη γωνία/ Παιδιά, και τον αντέξατε τον δύσκολο καιρό/ Δεν έχει ο έρωτας αρχή/ κι ο κόσμος τελειωμό/ Στο δρόμο περπατούν αγκαλιασμένοι/ κρυφομιλούνε σε κάποιο καφενείο/ κι όλοι οι νεκροί είναι πάλι αναστημένοι/ σαν γονατίζουν στο Πολυτεχνείο».
Τριάντα έξι χρόνια από τη 17η Νοεμβρίου 1973. Πολλά χρόνια. Έπεσε η χούντα, ήρθε ο Καραμανλής, πέρασε μπροστά ο Ανδρέας, ακολούθησε ο Μητσοτάκης, βγήκε ο Σημίτης, τον διαδέχθηκε ο Κώστας Καραμανλής, για να αναδειχθεί Πρωθυπουργός, πριν από ενάμιση μήνα, ο Γιώργος Παπανδρέου.
Και στο μεταξύ, όλο και... ξεχνάμε. Η εξέγερση των νέων, που έσωσε την τιμή αυτής της χώρας, έγινε μπρελόκ και τσολιαδάκι, έγινε σύνθημα των πολιτικάντηδων, έγινε «δεκάρικος» στα χείλη πονηρών και καιροσκόπων.
Τι σπουδαία παρέα ήταν αυτά τα παιδιά! Η Δαμανάκη, ο Λαλιώτης, ο Ανδρουλάκης, ο Παναγιώτου, ο Παπαχρήστος... Οι πενηντάρηδες, οι εξηντάρηδες, θυμούνται. Και αναφέρονται σε γεγονότα και πρόσωπα.
Οι σαραντάρηδες, που ήταν τότε κοντοπαντελονάδες, άκουσαν πολλά, ξανάκουσαν, είδαν στεφάνια, προσκύνησαν, κρατημένοι από τα χέρια των γονιών τους, αλλά ένα σύννεφο λησμονιάς πάει κι έρχεται στον νου τους. Αφήνω που οι περισσότεροι απ΄ αυτούς τρέχουν για μια δουλειά, για ένα φτωχό μεροκάματο- 470.000 οι άνεργοι στην Ελλάδα...
Αλλιώς είχαν φανταστεί τον κόσμο, μετά το γκρέμισμα της δικτατορίας, οι νέοι που έπαιξαν τη ζωή τους κορώνα- γράμματα στο Πολυτεχνείο. Και όχι μόνον αυτοί. Εκατομμύρια άλλοι. Αλλά τίποτα δεν πήγε όπως το περίμεναν. Η Ελλάδα κέρδισε την ελευθερία της, έκανε και μερικά βήματα μπροστά, μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συναλλάσσεται με ευρώ. Η φτώχεια της όμως είναι απερίγραπτη! Κανείς δεν την εμπιστεύεται, χρωστάει στους πάντες, η ζωή της κυλάει ανάμεσα σε αλλεπάλληλες απεργίες και συγκρούσεις, τα μεγάλα αφεντικά θησαυρίζουν και πάλι, οι κομπιναδόροι και οι φοροκλέφτες βγάζουν κοροϊδευτικά τη γλώσσα στους έντιμους και τους καθαρούς.
Υπάρχουν και κάποιοι- και είναι αρκετοί, δυστυχώς- που αδιαφορούν τελείως, αν δεν ενοχλούνται από τον εορτασμό του Πολυτεχνείου. Δεν τους νοιάζει αν είναι ο Έλληνας σκυφτός, κακομοίρης, έτοιμος να γονατίσει μπροστά στον ισχυρό. Και τον θέλουν να μη θυμάται κυρίως. Και να μην ονειρεύεται. Να αγκομαχάει για τον επιούσιο, να εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο τους απελπισμένους μετανάστες και να τους ρίχνει και βιτριόλι στο πρόσωπο, όταν κρατάνε όρθιο το κορμί τους. Και την ψυχή τους. Μα κι εμείς, οι άλλοι, πώς τα καταφέραμε έτσι; Πώς μας κατάντησαν έτσι; Διασχίζουμε τους δρόμους των μεγαλουπόλεων και δεν μας καίγεται καρφί για το «νταηλίκι» του χωροφύλακα ή τις παρανομίες ενός τέρατος της ασφάλτου. Με αστραφτερό, ακριβό αυτοκίνητο και με την έπαρση και το θράσος να ξεχειλίζουν από τη μούρη του.
Ήταν αλλιώς, παλιά. Στο λεωφορείο, στο Μετρό, δεν έχω δει ποτέ νεαρό να προσφέρει τη θέση του σ΄ έναν γέροντα ή σε μια έγκυο. Τι μαθαίνουν, αλήθεια, στα σπίτια τους και τα σχολεία τους αυτά τα παιδιά;
Πάντως, το Πολυτεχνείο ζει. Και θα ζει.
Και θα εμπνέει. Το ελπίζω τουλάχιστον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: